Αγαθότητα, Ανάγκη, Βούληση, Ελευθερία: Όψεις της Θεολογίας του Πλάτωνα στον Τίμαιο

Εισήγηση στο 23ο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας, Αθήνα, 7 Αυγούστου 2013

Το θέμα μου είναι ένα συγκεκριμένο χωρίο του Τιμαίου του Πλάτωνα, αυτό το πολύ διάσημο σημείο όπου ο Πλάτων εισάγει στην κοσμολογία του τον Θεό Δημιουργό. Και βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά στον Τίμαιο που ο Πλάτων εισάγει την έννοια του Δημιουργού. Αυτό έχει γίνει και σε προηγούμενους διαλόγους, στην Πολιτεία, τον Σοφιστή, τον Φίληβο, τον Σοφιστή και αλλού.

Ωστόσο, το καινοτόμο στοιχείο στον Τίμαιο είναι η εισήγηση του Πλάτωνα, δια στόματος Τιμαίου, με την οποία προσπαθεί να εξηγήσει για ποιόν λόγο ο Θεός Δημιουργός δημιουργεί αυτό το οποίο υπάρχει, αυτό που είναι. 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι προφανώς δεν μπορούμε να μιλάμε για δημιουργία εκ του μηδενός στην πλατωνική σκέψη. Κάτι τέτοιο είναι πολύ μακριά ακόμη, καθώς βρισκόμαστε εντός της προχριστιανικής ελληνικής φιλοσοφίας, εντός της παγανιστικής παράδοσης, ας μου επιτραπεί να το πώ έτσι. Οπότε δεν υπάρχει δημιουργία εκ του μηδενός. Αυτό το οποίο χαρακτηρίζει την πλατωνική κοσμολογία και κοσμογονία είναι η απόδοση μορφών στην προϋπάρχουσα σε χαοτική κατάσταση ύλη.

Θα σας διαβάσω, να σας θυμίσω περισσότερο –πιστεύω- αυτό το συγκεκριμένο χωρίο του Τιμαίου, καθώς εκεί θα βασίσω την παρουσίασή μου. Σας διαβάζω από το πρωτότυπο:

«Λέγωμεν δὴ δι’ ἣν τινα αἰτίαν γένεσιν καὶ τὸ πᾶν τόδε ὁ ξυνιστὰς ξυνέστησεν. Άγαθὸς ἦν ἀγαθῷ δὲ οὐδεὶς περὶ οὐδενὸς ἐγγίγνεται φθόνος· τούτου δ᾽ ἐκτὸς ὥν πάντα ὅ τι μάλιστα γενέσθαι ἐβουλήθη παραπλήσια ἑαυτῷ. Ταύτην δὲ γενέσως καὶ κόσμου μἀλιστ᾽ ἄν τις ἀρχὴν κυριωτάτην παρ᾽ἀνδρῶν φρονίμων ἀποδεχόμενος ὀρθότατα ἀποδέχοιτ᾽ ἄν. Βουληθεὶς γὰρ ὁ θεὸς ἀγαθὰ μὲν πάντα, φλαῦρον δὲ μηδὲν εἶναι κατὰ δύναμιν, οὕτω δὴ πᾶν ὅσον ἦν ὁρατὸν παραλαβὼν οὐχ ἡσυχίαν ἄγον ἀλλὰ κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας, ἡγησάμενος ἐκεῖνο τούτου πάντως ἄμεινον. Θέμις δὲ οὔτ᾽ ἦν οὔτ᾽ ἔστιν τῷ ἀρίστῳ δρᾷν ἄλλο πλὴν τὸ κάλλιστον·» (Τίμαιος 29e– 30a).

Λέει με λίγα λόγια, δηλαδή, ο Πλάτων στο απόσπασμα αυτό, «ας πούμε τώρα για ποιόν λόγο ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο». Και αυτό το οποίο αμέσως μετά αναφέρει, είναι ότι ο Θεός ήταν, είναι, Αγαθός. Κι ο Αγαθός δεν έχει κανένα φθόνο για τίποτε. Κι επειδή ακριβώς δεν έχει κανένα φθόνο για τίποτε, θέλησε όλα όσα δημιουργεί, όσα δηλαδή φέρνει από το χάος στην τάξη -σύμφωνα πάντα με την πλατωνική ιστόρηση της δημιουργίας- να γίνουν όμοια προς αυτόν. Και στη συνέχεια του αποσπάσματος, λέει ότι αυτά βέβαια, ανήκει στους ώριμους άνδρες να τα κάνουν αποδεκτά.

Τί έχουμε μέχρι εδώ; Έχουμε, καταρχήν, την αγαθότητα. Η οποία βεβαίως, δεν είναι καινούριο στοιχείο, νέα έννοια στην πλατωνική σκέψη και κοσμοθεωρία. Απλώς σε αυτό το σημείο του διαλόγου το καινούριο στοιχείο είναι ότι ο Πλάτων αποδίδει το χαρακτήρα της αγαθότητας στον Θεό Δημιουργό. Και αυτό ίσως είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ιδίως εάν λάβουμε υπόψιν μας το τί έχει ειπωθεί σχετικά με το Αγαθό στην Πολιτεία, όπου ο Πλάτων διατυπώνει την περίφημη φράση ότι το Αγαθό είναι «ἐπέκεινα τῆς οὐσίας, πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχον» (Πολιτεία, 509β), και άρα, όταν χαρακτηρίζει τον Δημιουργό Αγαθό, του δίνει μια ιδιότητα η οποία είναι πέρα από κάθε ιδιότητα. Δηλαδή, θα πρέπει να φανταστούμε ως μη ιδιότητα την αγαθότητα του Θεού Δημιουργού. Ή, αν θέλετε, ως μια ιδιότητα τόσο ίδια, τόσο μοναδική, που είναι ταυτότητα. Δηλαδή Θεός και Αγαθότητα είναι ίδια και ταυτά στην σκέψη του Πλάτωνα. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται στο συγκεκριμένο σημείο του Τιμαίου.

Και το ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, είναι: γιατί ο Πλάτων επιλέγει αυτόν τον τρόπο εξήγησης της δημιουργίας του κόσμου; Γιατί, δηλαδή, εισηγείται μια έννοια, μια αξία αν θέλετε, μια ποιότητα, καλύτερα, την οποία θεωρεί τόσο μοναδική που την αναβιβάζει στον υπερουράνιο τόπο, και όχι μαζί με τις ιδέες, αλλά πέρα ακόμη και από αυτές, κι εντέλει την ταυτίζει με τον Θεό Δημιουργό του κόσμου; Και μάλιστα, ζητά κατ᾽ ουσίαν από εμάς να πιστέψουμε μια τέτοια αξήγηση.

Καταρχήν, θα έλεγα ότι, όπως τουλάχιστον διαβάζω το κείμενο, αυτό το οποίο αντιλαμβάνομαι, είναι ότι – και το επισημαίνει αυτό σε πολλά σημεία του έργου του ο Πλάτων, σε πολλούς διαλόγους του – όταν φθάνει στα δύσκολα, μας ενημερώνει ότι, «επειδή με αυτόν τον τρόπο έχουμε φθάσει έως εδώ την διήγησή μας, δεν μπορούμε να τα πούμε κάπως αλλιώς τα πράγματα, θα πρέπει να τα αποδεχθείτε έτσι, να τα πιστέψετε όπως τα λέμε». Κατευθύνει δηλαδή, τον συνομιλητή του, τον αναγνώστη του, προς μια διαδικασία πίστης.

Και το επόμενο, σχετικό με το προηγούμενο, ερώτημα είναι: γιατί επιλέγει στο συγκριμένο αυτό σημείο να μας ζητήσει να πιστέψουμε; να αποδεχθούμε, δηλαδή, -«ἀποδέχοιτ’ ἄν» είναι η ακριβής φράση; Το ίδιο περίπου λέει και σε ένα άλλο σημείο του Τιμαίου, λίγο πιο κάτω από αυτό που εξετάζουμε, ότι δηλαδή –το περιγράφω- ο τρόπος για να αναγνωρίσουμε τον Αγαθό Δημιουργό ως τον Δημιουργό του Σύμπαντος είναι να αποδεχθούμε τους «εἰκότας λόγους» (likely accounts). 

Καταρχήν, θα πρέπει εν προκειμένω να μας απασχολήσει το πώς αντιλαμβανόμαστε το γεγονός ότι ο Πλάτων δεν προβαίνει σε οιουδήποτε είδους λογική, με την τυπική έννοια του όρου, εξήγηση. Αντιθέτως, σπεύδει ο ίδιος, δηλαδή, να μας ενημερώσει ότι δεν μπορούμε να έχουμε μια λογική εξήγηση γι᾽ αυτά τα πράγματα. Θα πρέπει να τα δεχθούμε όπως είναι. Θα πρέπει δηλαδή να αποδεχθούμε ότι ο Θεός Δημιουργός είναι Αγαθός και ότι αυτή η Αγαθότητά του είναι ακριβώς η αιτία της δημιουργίας του κόσμου.

Και βέβαια, εύκολα έρχονται στον νου μας στο σημείο αυτό, δύο γνωστές υποθέσεις που έχουν συστηματικά κατά καιρούς διατυπωθεί από μελετητές της πλατωνικής φιλοσοφίας, δηλαδή, ότι εδώ ο Πλάτων είτε κυριολεκτεί, είτε μιλά μεταφορικά. Και βέβαια, το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό. Τουλάχιστον, εάν είμασταν σε θέση να αποφανθούμε ότι ο Πλάτων απλώς χρησιμοποιεί μια μεταφορική περιγραφή, μια ποιητική εικόνα, κάτι που εύλογα μπορεί κανείς να δεχθεί, θα ήταν εύκολα τα πράγματα. 

Όμως, τι συμβαίνει στην περίπτωση που ο φιλόσοφος δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο ή διαφορετικό από αυτό που η ίδια η διατύπωσή του εκφράζει; Με άλλα λόγια δηλαδή, τι γίνεται στην περίπτωση που ο Πλάτων κυριολεκτεί; Και ακόμη περισσότερο, τα πράγματα δεν είναι εύκολο να αναλυθούν επιμέρους, στον βαθμό που είναι πιθανόν να ισχύουν κατά παράδοξο τρόπο και τα δύο, δηλαδή, ο Πλάτων και να κυριολεκτεί και να μιλά μεταφορικά. 

Φαίνεται ότι σε αυτό το σημείο δεν μπορεί κανείς να πει πολλά περισσότερα. Φαίνεται ότι δεν προκύπτει μάλλον από κάπου, ότι προσπαθεί ο Πλάτων να αποφύγει κάτι. Μάλλον συμβαίνει ο ίδιος να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να πει κάτι περισσότερο. Διότι από την στιγμή που εισηγείται ότι ο Δημιουργός Θεός είναι Αγαθός και δεδομένου ότι έχει πει στην Πολιτεία ότι το Αγαθό είναι επέκεινα της ουσίας, δεν υπάρχει κάποια ασφαλής δίοδος ώστε να μπορεί κάποιος να πει με βεβαιότητα, ναι, αυτό είναι το Αγαθό και ιδού η απόδειξη ότι αυτό είναι το Αγαθό και ότι αυτό ευθύνεται για την δημιουργία του κόσμου.

Επιπλέον, λέει και κάτι άλλο πιο πριν. Στο σημείο όπου αναφέρει πως είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος τον πατέρα και δημιουργό του σύμπαντος, μας παρέχει μια έμμεση αιτιολόγηση της μεθόδου του. Διότι, όπως προσθέτει, ακόμη κι αν κανείς τον βρει, είναι πολύ πιο δύσκολο να τον εξηγήσει στους ανθρώπους. 

Όταν το ακούει κανείς αυτό, αναρωτιέται εύλογα, ίσως, τί συμβαίνει. Έχουμε, δηλαδή την περίπτωση ενός μύστη, του Πλάτωνα, ο οποίος έχει ενός είδους μανία, μια τρέλλα, και λέει τα δικά του, όντας σε μια κατάσταση μέθης λέει αυτά που θέλει να πει; Ή το όλο πράγμα έχει και μια δόση αλήθειας; 

Δηλαδή, είναι δυνατόν να μπορεί κάποιος να δει τον πατέρα και τον δημιουργό αυτού του σύμπαντος, (ο οποίος δημιουργός φαίνεται –από την διήγηση του Πλάτωνα- να είναι ίσως κάτι διαφορετικό από μια απλή αιτία (αλλά αυτό είναι ένα ανοικτό θέμα προς συζήτηση); 

Αλλά, κι αν μπορέσει να τον βρει, παραμένει σχεδόν ακατόρθωτο να τον εξηγήσει στους ανθρώπους.

Μια εύλογη απορία εκφράζει το ερώτημα: γιατί είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανείς, να μιλήσει κανείς στους ανθρώπους για τον Δημιουργό του σύμπαντος;

Μια απάντηση σε αυτό, κι επιτρέψτε μου την χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, είναι ότι δεν μπορείς να εξηγήσεις. Τί σημαίνει ότι δεν μπορείς να εξηγήσεις; Σημαίνει ότι δεν έχεις ένα εργαλείο για να πείσεις τον άλλο. Δηλαδή, όταν ο Πλάτων λέει ότι πρέπει να δεχθούμε τους εικότες λόγους, είναι σαν να μας «πετάει το μπαλάκι» και μας λέει: «εάν δεν χρησιμοποιήσετε την πίστη σας για να δείτε οι ίδιοι αυτό που εγώ βλέπω, εγώ δεν μπορώ να σας πείσω για αυτό». 

Και ίσως αυτή είναι και η σημασία μιας πρότασης που έχει διατυπώσει λίγο πιο πριν στον Τίμαιο, ότι δηλαδή, «ὅτιπερ πρὸς γέννεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια». Tι νόημα έχει αυτή η αναλογία, αυτή η σύγκριση; Από τη μια μεριά έχουμε το ζεύγος γέννεση – ουσία και από την άλλη το ζεύγος πίστη – αλήθεια. Αυτό έχει ένα νόημα, εάν θεωρήσουμε ότι –πιο πριν πάλι λέει κάπου ότι ο Δημιουργός βλέπει προς το ἀΐδιον, αυτό που είναι και δεν μεταβάλλεται και παραμένει ως έχει, και με βάση αυτό, δημιουργεί τον κάλλιστο των κόσμων. Από την άλλη μεριά, υπάρχει κι αυτό το οποίο είναι το γιγνόμενον, το οποίο δεν είναι ποτέ τίποτε και πάντα υφίσταται ως μεταβολή –ας μου επιτραπούν αυτές οι παραδοξολογίες. 

Βλέπουμε, δηλαδή, δύο επίπεδα: το ένα είναι το επίπεδο της ουσίας, στο οποίο κατά μια έννοια, σύμφωνα με αυτήν την πρόταση [«ὅτιπερ πρὸς γέννεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια»] αντιστοιχεί η αλήθεια, κι έχουμε και το πεδίο της μεταβολής, του αενάου γίγνεσθαι, στο οποίο πάλι, σύμφωνα με την ανωτέρω πρόταση – κλειδί, αν θέλετε, αντιστοιχεί η πίστις. 

Άρα, εάν, αφού δεχθούμε ότι αυτό είναι μια εξίσωση και δεχθούμε επίσης ότι οι άνθρωποι βρισκόμαστε στο πεδίο του γίγνεσθαι, της μεταβολής, κάνουμε τις απαραίτητες αντικαταστάσεις, τι έχουμε στο τέλος; Έχουμε μια αιτιολόγηση, μια εξήγηση του γιατί ο Πλάτων επιλέγει να μας πει, ότι, «κοιτάξτε φίλοι μου, μόνο εάν αποδεχθείτε τους εικότες λόγους, μπορούμε να μιλήσουμε για τον δημιουργό». Δηλαδή, μόνον εάν αποδεχθούμε ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε αλλά πρέπει να τα πιστέψουμε. Διότι τέτοια είναι η σχέση του γίγνεσθαι προς την ουσία: όποια είναι και η σχέση της πίστης προς την αλήθεια. Ώστε, μόνον με την προϋπόθεση της πίστης μπορούμε εμείς οι όντες εντός του γίγνεσθαι να μιλήσουμε για την αλήθεια, δηλαδή την αγαθότητα του δημιουργού.

Στο σημείο αυτό έρχεται στην συζήτησή μας από τις λέξεις που σας έγραψα στην αρχή στον πίνακα, ο όρος βούληση. Η βούληση σε αυτό το χωρίο του Τιμαίου του Πλάτωνα, δηλαδή στο 28-29, φαίνεται να έχει δύο έννοιες.

Η μια έννοια είναι αυτή που αποδίδεται στον Δημιουργό: «βουληθείς… θέλησε όλα να είναι ίδια με αυτόν…». Και, βέβαια, εδώ υπάρχει ήδη και μπορεί να γίνει ακόμη, μεγάλη συζήτηση αναφορικά με το αν και κατά πόσο αυτή η μετοχή βουληθείς, ή αυτό το ρήμα ἠβουλήθηπου χρησιμοποιεί ο Πλάτων, μπορούμε να το συσχετίσουμε με την έννοια της βούλησης που αναπτύσσεται στους επόμενους αιώνες ως μια αυτοτελής ας το πούμε, ιδιότητα του ανθρωπίνου όντος, ή που προσδίδεται, πολλώ δε μάλλον, στον Θεό;

Δηλαδή, το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι εάν αυτή η μετοχή βουληθείςσυνδέεται με την ελευθερία. Δηλαδή, εάν ο Θεός Δημιουργός, όταν ο Πλάτων του προσδίδει την ιδιότητα βουληθείς, εξυπακούεται ότι είναι ελεύθερος, και σε τί βαθμό είναι ελεύθερος; Ή αυτή η ιδιότητα της βούλησης είναι υποκείμενη σε κάτι άλλο; Και σε τι θα μπορούσε να είναι υποκείμενη; 

Θα μπορούσε να είναι υποκείμενη σε μια αναγκαιότητα. Δηλαδή, όταν λέει ο Πλάτων στο 28β του Τιμαίου, «ὅτου μὲν ἄν ὁ δημιουργὸς…. οὔτω ἀποτελείσθαι πὰν», αυτή η πρόταση δίνει μια έννοια ότι, αναγκαστικά τα πράγματα είναι καλά. Δηλαδή, και στο επίπεδο του Θεού Δημιουργού υφίσταται μια αναγκαιότητα. Υφίσταται μια ανάγκη από την οποία δεν φαίνεται και ο ίδιος ο Θεός Δημιουργός να ξεμπλέκει εύκολα. 

Από την άλλη μεριά, η έννοια της βούλησης έχει να κάνει και με εμάς, τους αναγνώστες του Τιμαίου, τους ακροατές του Πλάτωνα. Δηλαδή, ο Πλάτων φαίνεται να μας λέει, περίπου, τα εξής: «κοιτάξτε, αποδεχτείτε τους εικότες μύθους, αν θέλετε. Αν δεν θέλετε, δεν πειράζει. Αλλά εγώ δεν έχω άλλο τρόπο να σας πείσω». Άρα, λοιπόν, είναι διττή η έννοια της βούλησης, όπως προκύπτει απ’ αυτό το χωρίο, αφενός στο επίπεδο του Θεού Δημιουργού, αφετέρου και αναλόγως στο επίπεδο των όντων του γίγνεσθαι. Δηλαδή, στο επίπεδο του κόσμου. 

Και φυσικά, κοντά στην βούληση έρχεται και η Ανάγκη, όπως προείπαμε. Καταρχήν, η Ανάγκη είναι η γνωστή κατάσταση που διέπει την προϋπάρχουσα ύλη. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι εδώ φαίνεται ως ανάγκη η ύλη που κατά μια έννοια δημιουργεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις οποίες αναγκάζεται ο Θεός Δημιουργός να λάβει υπόψιν του, ώστε να προχωρήσει στην μορφοποίησή της, σύμφωνα φυσικά με την δική του αγαθότητα. Πάντως δεν παύει να υπάρχει αυτή η Ανάγκη. Υφίσταται ως ύλη (;).

Και παραμένει, βέβαια, ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο αυτή η Ανάγκη δεσμεύει τελικά ακόμη και τον ίδιο τον Δημιουργό. Δηλαδή, κατά πόσο αυτή η Ανάγκη, έχει μια τέτοια δυνατότητα να αναγκάζει τον Δημιουργό επειδή είναι Αγαθός να δημιουργεί. Μια ευσύνοπτη διατύπωση του ερωτήματος είναι: Ο Αγαθός Δημιουργός δημιουργεί αγαθά επειδή είναι υποχρεωμένος λόγω της αγαθότητάς του ή επειδή έτσι ο ίδιος θέλει; 

Αυτό είναι το ερώτημα. Εγώ ομολογώ ότι δεν το έχω λύσει. Δεν είμαι σίγουρος δηλαδή εάν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Πλάτων σε αυτό το σημείο λέει ότι ο Αγαθός δημιουργός είναι ελεγχόμενα ελεύθερος, άρα υφίσταται κάποιου είδους ανάγκη, κάποια αναγκαιότητα.

Αυτή είναι μια πολύ συνοπτική, στο πλαίσιο του περιορισμένου χρόνου που έχουμε στη διάθεσή μας, πραγμάτευση των όρων Αγαθότητα, Ανάγκη, Βούληση, Ελευθερία, με αφορμή το συγκεκριμένο απόσπασμα του Τιμαίου που σας ανέφερα. 

Και φυσικά, παρέλειψα να πω ότι αυτούς τους τέσσερις όρους, που έχετε δει και στο πρόγραμμα, δεν τους εισηγούμαι αυστηρά, αλλά μάλλον τους προτείνω. Και ερωτώ εσάς, αν κρίνετε ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως όψεις της θεολογίας του Πλάτωνα στον Τίμαιο. Εφόσον δηλαδή, φυσικά, πούμε ότι, ναι, ο Πλάτωνας θεολογεί και άρα δεχόμαστε ότι υπάρχει θεολογία στον Πλάτωνα, το ερώτημα είναι εάν η θεολογία του Πλάτωνα δομείται και αναπτύσσεται γύρω από αυτούς τους όρους. 

Δεν θα ήθελα να πω κάτι περισσότερο. Νομίζω έχω κλείσει το εικοσάλεπτο. Απλώς θα έλεγα εν κατακλείδι, ότι διαβάζοντας τον Τίμαιο, αυτό που νιώθει κανείς είναι ότι δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για τα πράγματα όσον αφορά στην δημιουργία του κόσμου στο πλαίσιο της πλατωνικής κοσμολογίας. 

Επίσης, όταν πρωτοδιάβασα αυτό το σημείο, την εξήγηση της δημιουργίας του κόσμου δια της αγαθότητας του Θεού Δημιουργού, κάτι επίσης που αισθάνθηκα είναι ότι, η φιλοσοφία δεν είναι ένα μικρό πράγμα. Όταν πρωτοδιαβάσει κανείς, δηλαδή -και γι’ αυτό σας το διάβασα στην αρχή, όχι για κάποιον άλλο λόγο- αυτό το πρώτο πληθυντικό που μιλά ο Τίμαιος (το ομώνυμο πρόσωπο του διαλόγου), νιώθει ότι υπάρχει μια ζωή εδώ, ότι υπάρχει κάτι το πολύ ζωντανό. 

Και φυσικά, σε ένα τόσο μεγάλο συνέδριο με τόσες χιλιάδες κόσμο από όλα τα πέρατα της γης, δεν είναι πάντα εύκολο να διασώζει κανείς αυτόν τον χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι ο Πλάτων υπέφερε όταν έθετε αυτά τα ερωτήματα. Δεν είναι ότι απλώς καθόταν και συλλογιζόταν, κι έλεγε, περίπου, «α, τί να κάνω σήμερα». Και το βλέπει αυτό κανείς διαβάζοντας όχι μόνον το συγκεκριμένο αλλά και πολλά άλλα σημεία του Τιμαίου αλλά και του πλατωνικού έργου εν γένει. 

Θα έλεγα ότι η επιτυχία του Πλάτωνα έγκειται στο κατά πόσο καλεί τον αναγνώστη του, να προβληματιστεί κι ο ίδιος. Κι αν αντέχει, να υποφέρει κιόλας. Και υποφέρει σημαίνει, να μην δώσει μια εύκολη απάντηση. Ή, ακόμη περισσότερο, υποφέρει, σημαίνει να μην δώσει μια απάντηση, αλλά να μπορέσει να κάνει μια ερώτηση και να είναι μια ερώτηση ανοιχτή (openquestion). 

Δεν θα ήθελα να σας κουράσω περισσότερο. Ελπίζω η φωνή μου να μην σας ενόχλησε, γιατί μιλάω δυνατά. Εάν υπάρχει κάποια ερώτηση, ή εάν θέλετε να μου πείτε ότι ήμουν πολύ κακός στα όσα είπα, με πολλή χαρά να το ακούσω. Ευχαριστώ.


Ερωτήσεις και Απαντήσεις

Ερώτηση 1η

Ευχαριστούμε πολύ. Αρχικά, μπήκα λίγο αργά, οπότε δεν πρόλαβα να ακούσω όλη την ομιλία από την αρχή, όμως θέλω να σας ρωτήσω κάτι. Τέθηκε το θέμα της θεολογίας στον Πλάτωνα. Γενικά, υπάρχει η εκτίμηση στους αρχαίους ότι η ανάγκη είναι πάνω απ’ όλα, είτε είναι στις τραγωδίες του Αισχύλου, είτε είναι στους Ορφικούς. Όλοι οι Θεοί, τέλος πάντων, είναι παιδιά της ανάγκης και του χρόνου. 

Μήπως ο Πλάτωνας, όταν βάζει την Ανάγκη ανάμεσα σε αυτές τις έννοιες, την βούληση και την ελευθερία, θέλει να προλάβει κατά ένα τρόπο –να χτυπήσει αυτήν την ηγεμονική θέση της Ανάγκης ως μητέρας των θεών αλλά και να κάνει μια νέα σύνθεση, βάζοντας μέσα και τα αντίθετα, την βούληση και την ελευθερία; Μήπως δίνει ένα νέο ορισμό στην αναγκαιότητα μέσα από αυτήν την πραγμάτευση, όπως ο Χέγκελ, που την φέρνει στο μέτρο του και λέει ότι η Ανάγκη είναι η κατανόηση της ελευθερίας; Ή η ελευθερία είναι η κατανόηση της αναγκαιότητος;

Απάντηση

Σας ευχαριστώ πολύ για την ερώτηση. Καταρχήν, να πω ότι αυτή τη διάταξη των όρων δεν την έχει ορίσει ο Πλάτωνας. Είναι μια δική μου σχηματοποίηση για τις ανάγκες αυτής της εργασίας. Αυτό το λέω, για να μην τον αδικήσουμε και να μην τον παρερμηνεύσουμε. Κατά δεύτερον κι επί της ουσίας, είναι αληθές αυτό που λέτε, ότι δηλαδή σε όλη την αρχαιοελληνική σκέψη η ανάγκη παίζει κυρίαρχο ρόλο, μέσα από τις διάφορες μορφές της, στην τραγωδία είναι πολύ έντονη, παντού είναι πολύ έντονη. 

Από εκεί και πέρα, δεν θεωρώ ότι ο Πλάτων το αγνοεί αυτό. Αντιθέτως, αυτό που πασχίζει και φαίνεται ιδιαίτερα στονΤίμαιο, είναι ότι προσπαθεί τα πράγματα αυτά να τα διαχειριστεί. Δηλαδή, βλέπει την αναγκαιότητα. Δεν έχει όμως στην διάθεσή του κάποια εργαλεία που να μπορούν να τον βγάλουν έξω από τα όρια της ανάγκης. Αυτό που όμως μπορεί κανείς να πει –δική μου εκτίμηση αλλά και πολλών μελετητών είναι- ότι φαίνεται ο Πλάτων να έχει μια ιδιαίτερη έμπνευση. Δηλαδή, η ποιητικότητά του συνίσταται σε αυτήν ακριβώς την προσπάθεια να κάνει την υπέρβαση ίσως με έναν από τους πιο επιτυχημένους –κατ’ εμέ τρόπο-. Τουλάχιστον αυτό διαισθάνομαι μέσα από το κείμενο. 

Επομένως, για το αν υπάρχει αυτή η αντίθεση, είναι ένα θέμα που θα προκύψει στον καθένα. Δηλαδή, εσείς την βλέπετε, άλλος μπορεί να μην την δει. Πάντως, δεν είμαι σίγουρος ότι ο Πλάτων βγαίνει από τα όρια της ανάγκης, όπως προείπα. Γιατί δεν μπορεί να βγει από τα όρια της ανάγκης; Διότι η ελληνική φιλοσοφία έχει μια ειδοποιό διαφορά σε σχέση με αυτό που λέμε ότι έπεται, με την χριστιανική φιλοσοφία. Ότι, δηλαδή, η σκέψη του δεν βασίζεται σε κάποια αποκάλυψη. 

Και άρα, εάν υποθέσουμε ότι εντός των ορίων του κόσμου στον οποίο ζούμε εντοπίζουμε την ανάγκη, τότε για να βγεις από την ανάγκη πρέπει με κάποιον τρόπο να μπορέσεις να διαπεράσεις αυτά τα όρια –αυτό  προσπαθεί και κάνει ο Πλάτωνας με την θεωρία του Αγαθού, με την θεωρία των Ιδεών, το πετυχαίνει με το Αγαθό σε μεγάλο βαθμό, όταν λέει, όπως δείξαμε, στην Πολιτείαότι το Αγαθό είναι πέρα από την Ουσία. Δηλαδή, μας προτρέπει να κοιτάξουμε έξω από κάθε υποκειμενικότητα, έξω από κάθε αντικειμενικότητα, έξω από κάθε ιδεολογία. Διότι το Αγαθό είναι εκεί που δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι είναι.

Από την άλλη μεριά, δεν έχουμε μια αποκάλυψη. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα. Διότι βλέπουμε μετά, στην χριστιανική θεολογία, στη χριστιανική φιλοσοφία ή τη θεολογία, η Αγαθότητα, η έννοια του Αγαθού παίρνει άλλα νοήματα, κατά κάποιο τρόπο εμπλουτίζεται. Αυτό, βέβαια, είναι ένα θέμα ανοιχτό προς συζήτηση στις λεπτομέρειές του.

Ερώτηση 2η

Η βούληση είναι και έχει συνάρτηση με το χρόνο; Γιατί μια στιγμή ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, την άλλη είναι σε κατάσταση ανάγκης.

Απάντηση

Πολύ ωραία ερώτηση. Η βούληση όπως την εννοείτε, είναι στο επίπεδο του ανθρώπου. Διότι στο επίπεδο του Θεού Δημιουργού του Πλάτωνα, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα εάν αυτό το ‘βουληθείς’ συνεπάγεται χρόνο. Διότι κάπου αλλού στο Τίμαιοορίζει και για τον χρόνο ότι είναι η κινητή εικόνα της αιωνιότητας. Αν μιλήσουμε στα όρια της ελληνικής σκέψης, νομίζω ότι η βούληση είναι μέσα σε χρόνο. Δεν είναι άχρονη η βούληση. Αυτή την αίσθηση έχω. Και στον άνθρωπο δηλαδή, έρχεται κάποια στιγμή. 

Τώρα, εάν ρωτάτε, πότε «βουληθείς» ο Θεός Δημιουργός του Πλάτωνα, αυτό για να το απαντήσει κανείς, εάν δεν παρασυρθεί να λάβει υπόψιν του την Παλαιά Διαθήκη, πάλι η απάντηση που θα δώσουμε εξαρτάται από και συναρτάται με το ποιά δεχόμαστε ότι είναι η οντολογία του Δημιουργού του Πλάτωνα. 

Δηλαδή, ο Δημιουργός του Πλάτωνα οντολογικά τί είναι; Εφόσον απαντήσουμε στο ερώτημα ποιά είναι η οντολογία του Δημιουργού του Πλάτωνα, τότε μπορούμε να δούμε εάν η έννοια της βούλησης συνεπάγεται κάποιο χρόνο ή είναι άχρονη.

Ερώτηση 3η:

Ο Πλάτωνας στον Τίμαιό του μάς μιλάει τέσσερις φορές για εἰκότα μῦθο και οκτώ ή δέκα φορές για εἰκότα λόγο. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι ολόκληρος ο Τίμαιοςπρέπει να εκληφθεί στην γραμμή του Πλάτωνα στο τέλος του 6ουβιβλίου της Πολιτείας, ως «εικασία» ή ως «πίστη» και εκεί να σταματήσει. Δεν προχωράει πέρα από τη διάνοια και από την νόηση. Ο Θεός του Πλάτωνα, όντας Αγαθός, ο Δημιουργός –γιατί ο Πλάτωνας δεν πιστεύω ποτέ ότι κάνει Θεολογία- ο Δημιουργός του Πλάτωνα έχει ανάγκη την Ανάγκη γιατί δεν έχει την ύλη στα χέρια του, για να δημιουργήσει «κόσμον τόνδε». 

Κι όχι μόνον την Ανάγκη χρησιμοποιεί, αλλά θεάται και τις Ιδέες και χρησιμοποιεί την Χώρα και την Τιθύνη, αυτήν την Τιθύνη που πολύ δύσκολα μπορούμε να καταλάβουμε τι θα πει –κι αν μπορείτε να με διευκολύνετε να μου την εξηγήσετε. Πάντως, δεν έχει καμμία σχέση ο Δημιουργός του Πλάτωνα με τον Δημιουργό των Χριστιανών. Ο Δημιουργός του Πλάτωνα δεν είναι παντοδύναμος. Έχει ανάγκη την Ανάγκη.  

Απάντηση – παρεμβολή: Διότι ο Πλάτων δεν μπορεί να θεμελιώσει μια δημιουργία εκ του μηδενός.

Συνέχεια ερώτησης: Ακριβώς. Και βλέπουμε εκεί ότι και τον ίδιο τον άνθρωπο, δεν τον δημιουργεί ο Θεός. Τον αφήνει σε κατώτερους θεούς, όπως μας λέει. Ξεκουράζεται ο ίδιος και δημιουργείται ο άνθρωπος από κατώτερους θεούς. Άρα, λοιπόν, δεν βλέπω την βούληση και την ελευθερία πώς μπορούν να «κολλήσουν» στον Τίμαιο του Πλάτωνα. 

Απάντηση:

Σωστή ερώτηση, ευχαριστώ πολύ. Όλες οι παρατηρήσεις σας είναι απολύτως σωστές. Ωστόσο, η βούληση και η ελευθερία εδώ περισσότερο με ενδιαφέρουν από την πλευρά–ας το πω έτσι- του γνωρίζοντος υποκειμένου, των ανθρώπων δηλαδή. 

Ο Πλάτων σου παρουσιάζει κάτι. Είτε το πεις εἰκότα μύθο, ή εἰκότα λόγοεἰκός είναι. Από τη στιγμή που είναι εἰκός, συνεπάγεται ότι εσύ πρέπει να αποφασίσεις. Αυτός δεν μπαίνει στην διαδικασία να σε πιέσει. Επειδή λοιπόν, πρέπει εσύ να αποφασίσεις, γι’ αυτό μιλάμε για βούληση. Και η ελευθερία είναι κάτι που έρχεται μετά από αυτό. Προφανώς, δεν είναι απολύτως ελεύθερος ο Δημιουργός. Είναι αναγκασμένος, εφόσον υπάρχει ύλη. 

Αλλά, από την άλλη μεριά, η ελευθερία εδώ έχει να κάνει και με το ερώτημα τελικά, επιτρέψτε μου να το εκφράσω έτσι, –ρε παιδί μου- αυτό το πράγμα όλο έχει κανένα νόημα, ή είναι απλώς ένα παραμύθι; Πώς θα τοποθετηθούμε απέναντι σε αυτό; Πώς θα δεχθούμε αυτήν την πλατωνική έμπνευση, αν θέλετε, την πλατωνική σύλληψη; 

Η ελευθερία δηλαδή, έχει να κάνει και με το πώς ο άνθρωπος ο ίδιος, μπαίνει σε μια διαδικασία να τοποθετηθεί απέναντι σε αυτό που και ο ίδιος ο Πλάτωνας τοποθετείται. Δηλαδή, ο Πλάτωνας εδώ στον Τίμαιο, δεν κάνει κάτι άλλο από το να τοποθετηθεί. Τοποθετείται. Εάν υπάρχει κάποιος άλλος που μπορεί να τοποθετηθεί καλύτερα απ᾽ αυτόν στα όρια της ελληνικής σκέψης, θα συζητούμε για εκείνον μετά.

2ηερώτηση του ιδίου (4η):

Επειδή ο Τίμαιος είναι λίγο αντιφατικός πολλοί στηρίζονται σε αυτόν και παρεξηγούν τον Πλάτωνα από τον Τίμαιο. Είναι απαράδεκτο αυτό. 

Απάντηση

Εξαρτάται, τί εννοείτε ‘παρεξηγούνε’, τί εννοείτε ‘αντιφατικός’ κι εξαρτάται και τι εννοείτε ότι ο Πλάτωνας δεν κάνει Θεολογία. Αλλά αυτό μπορούμε να το κουβεντιάσουμε μετά κατ’ ιδίαν, επειδή νομίζω ότι στερώ τον χρόνο από τους υπόλοιπους ερωτώντες και ομιλητές.

Ερώτηση 5η

Ευχαριστούμε πολύ για την ζωντανή παρουσίασή σας, είναι πολύ καλή. 

Θα ήθελα, να μου επιτρέψετε, εάν συμφωνείτε φυσικά, να προσθέσω κάτι. Ότι μπορούμε να πούμε ότι δεν μπορεί να αποδείξει κάτι ο Πλάτωνας, γι’ αυτό χρησιμοποιεί τον εικότα λόγο. Δεν μπορεί να το αποδείξει και μας καλεί να τον πιστέψουμε. Όμως, από την στιγμή που ο φορέας του λόγου είναι ο Τίμαιος, που είναι ένας αστρονόμος, ο λόγος παίρνει μια άλλη χροιά, μια άλλη πιστότητα, κι ένα κύρος. Γιατί μιλάει ένας αστρονόμος. Δεν μιλάει ένας τυχαίος άνθρωπος. 

Και όσον αφορά για την Ανάγκη που είπαμε, εγώ δεν βλέπω ότι ο Θεός υποκύπτει στην Ανάγκη και μπλέκεται στην ύλη. Από την στιγμή που είναι μια άλλη ουσία, δεν έχει να κάνει καθόλου με την ύλη. Και προσπαθεί, ας πούμε, και στην δημιουργία απλά συμβιβάζεται ίσως σε αυτό στο οποίο υπόκειται η ύλη. Η ύλη υπόκειται στην Ανάγκη. Αλλά αυτή βρίσκεται έξω από εκείνη. Και μετά την δημιουργία ο Θεός αποχωρεί. Οπότε αποχωρώντας, αφήνει και ελεύθερη βούληση στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος υπόκειται στην Ανάγκη της ύλης.

Και μια άλλη ερώτηση ήθελα να κάνω. Μπορούμε να πούμε ότι με την έννοια του Θεού ο Πλάτωνας δίνει ένα πρόσωπο, μια υπόσταση, στην ιδέα του Αγαθού;

Απάντηση:

Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί κανείς να το πει αυτό. 

Διότι λέει αλλού ο Πλάτων ότι, ο Αγαθός Δημιουργός βλέπει το πρότυπο, το υπόδειγμα και με βάση αυτό μορφοποιεί τα πάντα όμοια προς αυτό. Άρα φαίνεται σε αυτό το σημείο ότι προχωρά σε μια διάκριση. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Όπως επίσης, δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που μπορεί να δώσει μια πλήρη, σαφέστατη και πολύ καθοριστική απάντηση στο ερώτημα ‘τι, ή ορθότερα, ποιός είναι ο Δημιουργός του Πλάτωνα’. 

Πάντως, σε αυτό το επίπεδο τώρα, επειδή δεν μας παίρνει και ο χρόνος, νομίζω ότι υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ του Αγαθού και του Αγαθού Δημιουργού. Θα έλεγα ότι θα βοηθούσε ίσως να το φανταστείτε σαν ένα φράκταλ αυτό το πράγμα, δηλαδή, ότι έχεις το Αγαθό, και από εκεί και πέρα έχεις διάφορες διαμορφώσεις, ας το πούμε έτσι, σε σύνολο το πλατωνικό έργο, μεταξύ των οποίων και η παρούσα του Τιμαίου (και όχι μόνον), όπου ο Πλάτωνας αναγκάζεται να δώσει προσωπική υπόσταση, γιατί είναι ποιητής. Δηλαδή, εάν ο τεχνίτης δεν έχει χέρια για να φτιάξει κάτι, δεν είναι τεχνίτης. Οπότε, αναγκάζεται να τον πει Δημιουργό.


On Good and Evil (part II)

What is Good (ἀγαθόν) and what is Evil, or Bad (κακόν)? How can we discern them? The question touches upon both metaphysics, or ontology, and ethics. I have been looking for a while into a couple important texts in Neoplatonism and Early Christian thought on the issue: a) Proclus’s – the great Athenian Neoplatonic philosopher of the 5th century – treatise De Malorum Subsistentia (English translation with commentary: On the Existence of Evils, edited by Jan Opsomer and Carlos Steel, London: Bloomsbury 2013), and b) the Περὶ Θείων Ὀνομάτων (On the Divine Names) treatise (especially chapter 4) by Dionysius the Areopagite (critical edition: Corpus Dionysiacum I. De Divinis Nominibus, edited by Beate R. Suchla, Berlin: De Gruyter, 1990; English translations (a selection) by Clarence E. Rolt, London: SPCK, 1920, and John Parker, London: Parker, 1897). Dionysius was a Christian author of a disputed origin, and his text is nowadays widely agreed to be dated at the beginnings of the 6th century). These texts, along with a much earlier treatise, Plotinus’s Ennead I.8, Περὶ τοῦ τίνα καὶ πόθεν τὰ κακά (On what are and whence come evils), cause an immensely fruitful brainstorming to anyone wishing to dive into the problem of Good and Evil in Late Antiquity.

At a first glance, and from the overall stance of greek philosophical thinking, it is quite safe to generally ascertain that evil does not exist. From Plato and onwards evil’s existence is understood only by means of reference to the good. The original Platonic epistemological disposition towards evil is more or less maintained by all his successors – even by those who stand somehow remote from the core of Platonic philosophy. Now, such a disposition should not lead us towards a manichaistic dualism. For Plato, Plotinus, Proclus and Dionysius the common bottom line is that evil exists only as privation, lack (στέρησις), absence of the good. Already in Platonic, and consequently Neoplatonic (pagan) thought, the good is more or less identified with God (in many Platonic dialogues, i.e. Theaetetus, Republic, Timaeus, Plato does everything possible to make clear that evil should not be connected with the divine in any way).

Christian philosophy of late antiquity works out further the understanding that good is whatever derives from God. And as a matter of fact, everything derives from, precisely is created by, God. Thus, the entire creature is good, and, in general, everything that exists is good, since good and being are almost identical notions. The latter idea is responsible for a paradoxical syllogism: if one accepts that evil is (exists), and, if all existence stems from God the Good, and therefore is good as well, then one should acknowledge that evil is good. The syllogism is obviously ending to an ἄτοπον, and one has to figure out then, how evil should be qualified. What starts to become more consciously clear throughout the development of late Antique Christian and, later on, Byzantine philosophical tradition is that, evil has no natural existence. In other words, nothing which is or happens could be evil. To this it should be added that generation (γένεσις), corruption (φθορά), alteration (ἀλλοίωσις), diminution (φθίσις) had been already acknowledged and defined by Aristotle as something neutral, being neither good nor evil. So, for the Greeks, everything pertaining to being is not evil. Rather, the basic constant of cosmological thinking was that evil should be associated with disorder and disorderly states of being. Within Christian tradition, however, corruption and death cannot be equally claimed as good, since they are not natural in that nature was not created by God to end up in death. I shall not enter here into the discussion of what is ‘natural’ and what is not in the after-Fall state of creation, according to the Church Fathers. For the time being, I shall only mention in passing that the Areopagite does never adhere to a view that admits evil being associated within anything that is.

But if evil is not present in nature in the way scetched above, then one should rather turn from the attempt of inventing evil metaphysical principles, towards the faculty of will, that is to locate evil within the sphere of morality. The moral understanding of Evil is persistent in the thought both of pagan thinkers and the Church Fathers as a disposition (which also leads to activity) opposed to God and to God’s goodness. Thus evil is not an opposition of essences or subustances, i.e. God’s good substance versus an x’s bad substance (here is crucial to note that, the entire Christian philosophical and theological tradition maintains that God’s essence is both unknown and unknowable), but as a certain decision for opposing God. To understand this better, one might consider that for the Christian thought, the power that designs, creates, maintains and sustains, and saves the world is God’s divine energeia (divine activities). Life itself (at least, the way we understand life; Dionysius devotes an entire chapter on the divine name of Life, in the above mentioned treatise) is consisted in, and dependent on, God’s activity. Therefore, opposition to God would imply opposition to the presuppositions of life and to life itself. Seen from this point of view, evil substantiates as corruption and destruction.

If evil is connected to will, then one, because of the freedom granted from God that allows one to act even against God, is free to decide to act against God’s Word (the Word of God here meaning not an ethical commandment for a morally accepted life, but the ontological foundation of the cosmos). Hence, evil is that which opposes God, who is The Good. As such evil could be introduced to the cosmos only by a living being that being free demonstrates the ability to use its freedom in order to act against God. Thus, evil appears when a rational being decides to act against its creator, against its creative algorithm (this obscure expression aims at pointing to the ontological implications of the problem of evil, which derive from the moral understanding of it). In the hierarchical structure of cosmos – a structure largely conceived within Neoplatonic philosophy – not only humans but also angels, demons, souls, are rational beings. Similarly, in the Christian tradition there is a hierarchy in the invisible realm, a central difference (among many others) being the fact that – in contrast to pagan Neoplatonism – demons are defined as angels fallen, after their willed direct opposition to God. In other words, the loss of humbleness of some angels prompted them to think that they can reverse the parameters of the(ir) creation, that is to replace him who created the world, by themselves. It is extremely interesting to deepen into the mystery of the human being and see, or understand somehow, how this corruption affected not only the angels, but also the human soul and mind (with detrimental consequences to the bodily constitution of the human being, as well), so that the human being believed that can become God ‘in the place’ of God and without God. This wish, this irrational desire, (again this prédication of desire depends on the association of rationality with a positive source of being: rational is what is in accordance with its Logos of being, whereas irrational what is in discordance) is the matrix for the birth and growth of Evil, the latter not being primarily identifiable as such, but secondarily, as dependent on the Good.

The above general outline, intends to show that a differentiation between good and evil, and a discernement of the latter, should be based on a rather simple remark, that evil does not exist. One may speak of evil as absence of the good. Thus, ontological, so to say, evil does not exist. This last point is very well conceived by many major Greek philosophers and theologians, both pagan and Christian, i.e. Plato, Aristotle, Plotinus (who is admittedly a particular case in that in several regards he moves beyond the main lines of Greek thought on the issue), Proclus, Dionysius, Maximus the Confessor, John of Damascus, who argued on evil by starting from the good and ending up to the good. So it was clear to them that one cannot speak of evil as such. Even Proclus, who attempts to define evil as such, uses all the qualities of the good, structuring what one could call the ‘non-ontology of evil’. If the good, is inherent to human beings, then each human being should be rightly expected to have a sort of inner information of what is good and bad and therefore how is worth acting.

To conclude, I do not think I could agree with the idea that good and evil are two sides of the same coin. There is an asymmetry between them. Man cannot think of, nor speak about, evil the way man can do that about the good. For the latter is, whereas the former is not

Τὸ Θαυμαστὸ Τελευταῖο Προπύργιο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας

Νορβηγικὸ ἀφιέρωμα στὸ Ἅγιον Ὄρος

Κείμενο: Øystein Silouan Lid, ἕλληνικὴ μετάφραση: Παναγιώτης Παῦλος, Φωτογραφίες: Torbjørn Fink

Στὴν ἀνάρτηση αὐτὴ ἀναπαράγω ἕνα ὄμορφο ἀφιέρωμα τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὴν νορβηγικὴ ἐφημερίδα Dagen, μὲ ἕδρα τὴν πόλη τοῦ Bergen. Τὸ πρωτότυπο κείμενο, τὸ ὁποῖο εἶναι πραγματικὰ ἕνας ὕμνος γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔχει τίτλο: ‘Mirakla i Romarrikets siste utpost‘. Γράφηκε ἀπὸ τὸν Νορβηγὸ δημοσιογράφο Øystein Silouan Lid, ὁ ὁποῖος ταξίδεψε στὸν Ἄθωνα τον Μάιο τοῦ 2016. Τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ ἀφιερώματος, καὶ τὴν συγκεκριμένη ἐκδοχὴ ἀπόδοσης τοῦ τίτλου, τὴν ἐτοίμασα προκειμένου τὸ ἀφιέρωμα αὐτὸ να γίνει προσβάσιμο στὸ ἑλληνικὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ, κάτι τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε χάρις στὸν δημοσιογράφο Παναγιώτη Σαββίδη, ὁ ὁποῖος ἐπιμελήθηκε τὴν πρώτη δημοσίευση τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου στὴν ἐφημερίδα Τὸ Πρῶτο Θέμα. Εἶμαι εὐγνώμων πρὸς τὸν Øystein Silouan Lid γιὰ τὴν ἄδειά του να ἐπαναδημοσιεύσω τὸ ἀφιέρωμα ἐδῶ. Οἱ φωτογραφίες ποὺ συμπεριλαμβάνω στὴν ἀνάρτηση αὐτὴ εἶναι λήψεις τοῦ Torbjørn Fink, ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στὸ προσκύνημα, καὶ τὸν ὁποῖο ἐπίσης εὐχαριστῶ.

Στὰ τέλη Μαΐου (σσ. 2016) χορηγήθηκε σὲ 10 Νορβηγοὺς ἀκρόαση στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ μοναχοὶ ποὺ διαβιοῦν ἐδῶ διηγοῦνται θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια γεγονότα ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Τὸ Ἅγιον Ὄρος θεωρεῖται ὡς αὐτὸς ὁ τόπος στὸν πλανήτη γῆ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐλάχιστα ἀλλάξει στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Οἱ Ὀρθόδοξοι μοναχοὶ ποῦ διαμένουν ἐδῶ ζοῦν ὅπως ἀκριβῶς καὶ κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, μὲ προσευχὴ καὶ ἐργασία. Ἔρχονται γιὰ νὰ ἀφιερώσουν τὴν ζωή τους ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεὸ καὶ τὸ τελευταῖο ποὺ ἐπιιθυμοῦν εἶναι ἡ δύσβατη αὐτὴ χερσόνησος νὰ μετατραπεῖ σὲ τουριστικὴ ἀτραξιόν. Ὡστόσο, ἡ μοναστικὴ πολιτεία τῆς βόρειας Ἑλλάδας ἀσκεῖ ἀξιοσημείωτη ἔλξη σὲ ἀνθρώπους ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο.

Ὅταν, τὸ 2009, τὸ διάσημο τηλεοπτικὸ μαγκαζίνο «60 minutes» τοῦ CBS αἰτήθηκε ἀδείας προκειμένου νὰ ἔρθει καὶ νὰ ἐτοιμάσει ἕνα θέμα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἡ ἀπάντηση ἤταν κατηγορηματικὰ ἀρνητικὴ. Χρειάστηκαν δύο χρόνια διαπραγματεύσεων προτοῦ τελικῶς ἕνα ἀπὸ τὰ Μοναστήρια δώσει θετικὴ ἀπόκριση. Δὲν ἤταν, λοιπόν, χωρὶς φόβο καὶ ρίγος ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ρεπόρτερ τῆς «Dagen» πάτησε τὸ πόδι τοῦ στὴν Δάφνη, καὶ ἐν συνεχείᾳ στὶς Καρυές, τὸ διοικητικὸ κέντρο τοῦ Ἄθωνα, προτοῦ κατευθύνει τὰ βήματά του πρὸς τὸ ἀρχαῖο μοναστήρι τῶν Ἰβήρων.

Ὁ πύργος τῆς μονῆς τῶν Ἰβήρων, ὅπως ξεπροβάλει ἀπὸ τὸ μονοπάτι.

Τὸ δάσος στὶς δύο πλευρὲς τοῦ μονοπατιοῦ μοιάζει μὲ ζούγκλα. Ἄγρια ἐδώδιμα μπιζέλια, ἄνιθος καὶ ρίγανη φύονται σὲ διάφορα σημεῖα. Ἔξαφνα, διαπιστώνουμε τὴν θαυμάσια εὐωδία θυμιάματος μυρωδιὰ εὔκολα ἀναγνωρίσιμη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία. Ὡστόσο, εἴμαστε ἐδῶ, στὴν μέση τοῦ δάσους, καὶ κανεὶς δὲν αἰωρεῖ τὸ θυμιατό…

Μικρὰ σημεῖα καὶ θαυμάσια σὰν αὐτὸ συμβαίνουν διαρκῶς ἐδῶ στὸν Ἄθωνα, λέει ὁ Παναγιώτης Παῦλος, ἐρευνητὴς τῆς Φιλοσοφίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ὄσλο καὶ, ἐπὶ τοῦ παρόντος, ὁ ὁδηγός μας ἐδῶ. Δὲν εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου (1924-1994), ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον διακεκριμένους πνευματικὰ ἄνδρες τῆς μοναστικῆς χερσονήσου. Ἐνόσω ζοῦσε χιλιάδες ἄνθρωποι ἔρχονταν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν, διαβαίνοντας αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ μονοπάτι. Θεραπεύονταν ἀπ᾽ ὅλα τὰ εἴδη ἀσθενειῶν, ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ δαιμονικὲς δυνάμεις καὶ λάμβαναν πνευματικὴ καθοδήγηση. Λέγεται ὅτι καὶ ἡ παρουσία του μόνον μποροῦσε νὰ μεταβάλλει τὶς καρδιὲς τῶν προσκυνητῶν, οἱ ὁποίοι προσέρχονταν νὰ τὸν συναντήσουν, καὶ νὰ τοὺς ἐλκύει πρὸς τὸν Χριστό. Ὁ Παναγιώτης ἤταν καὶ ὁ ἴδιος ἕνας ἀπὸ τοὺς πάμπολλους ἀνθρώπους ποὺ ἦρθαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου στὸ δάσος, καὶ εἶναι φίλος τοῦ μοναχοῦ ποὺ σήμερα ζεῖ ἐδῶ – τοῦ πατρὸς Ἀρσενίου.


– Κάποτε, ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἕνας δικηγόρος. Δὲν πίστευε τὶς ἱστορίες γιὰ τὸν γέροντα Παΐσιο καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν θέσει σὲ δοκιμασία. Σχεδίασε νὰ τοῦ συστηθεῖ ὡς γιατρός, ἀντὶ γιὰ δικηγόρος. Ὅταν ἔφθασε, λοιπόν, στὴν εἴσοδο ἔτυχε νὰ περιμένει ἤδη μιὰ ὀμάδα πενήντα ἀνθρώπων ποὺ εἴχαν ὅλοι ἔρθει γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ἅγιο. Ὁ Ἄγιος Παΐσιος ἄνοιξε τὴν πόρτα, κοίταξε τὸν δικηγόρο κατάματα καὶ τοῦ εἶπε: ῾Νὰ φύγεις, καὶ νὰ πάρεις καὶ τὰ ψέμματά σου μαζί σου στὴν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου᾽. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποτὲ δὲν ἀμφέβαλε ξανά, λέει ὁ πατὴρ Ἀρσένιος.

Ἡ μορφὴ τῆς Χριστιανοσύνης ποὺ διατηρεῖται στὸν Ἄθωνα ἔχει μᾶλλον μοναδικὴ ἱστορία. Ὕστερα ἀπὸ τὴν πτώση τῆς πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας στὸν κατοχικὸ Μουσουλμανικὸ στρατὸ τὸ 1453, τὸ Ὄρος Ἄθως κατέστη τὸ τελευταῖο ἀπομένον προπύργιο τοῦ Imperium Romanum. Ἤδη, κατὰ τὸ ἔτος 972 εἶχε ἐδραιωθεῖ μία αὐτοδιοίκητη μοναστικὴ πολιτεία ἔντὸς τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκῆ τὸν 1ο. Σήμερα, ἡ «Αὐτόνομη Μοναστικὴ Πολιτεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους» εἶναι ἡ μόνη πολιτεία ὅπου τὸ λάβαρο τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας – ὁ χαρακτηριστικὸς δικέφαλος ἀετὸς – μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἰδωθεῖ νὰ κυματίζει στὸν ἄνεμο, στὰ ἄκρα τῆς ἐπίσημης σημαίας.

Σήμερα τὸ Ὄρος Ἄθως θεωρεῖται ὡς τὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στὰ εἴκοσι λειτουργικῶς ἐνεργὰ μοναστήρια του διαμένουν κάπου 2.000 μοναχοί, ἔχοντας ἀφιερώσει τὶς ζωές τους στὴν προσευχή ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου.

– Ὁ λόγος ποὺ βρίσκουν οἱ μοναχοὶ πίσω ἀπὸ τὴν μοναστικὴ κλήση τους εἶναι τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ Εὐαγγέλιο (Κατὰ Ματθαῖον, 19). Ἀφοροῦν ἕνα βίο μοναχικὸ χάριν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καὶ προσκαλοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ πωλήσει τὰ ὑπάρχοντά του, νὰ δωρήσει στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, λέει ὁ πατήρ Γιοχάννες, ὁ ἱερέας τῆς Νορβηγικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Ἀγίου Νικολάου στὸ Όσλο, καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τῶν μελῶν τῆς προσκυνηματικῆς ὀμάδας.

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Γιοχάννες (ἀριστερά) ἐφημέριος τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Ὄσλο, καὶ ὁ ἱεροδιάκονος π. Σεραφείμ (δεξιά), καθοδὸν πρὸς τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, στὰ ὅρια τοῦ Ἄθωνα.

Κατὰ τὴν παραμονὴ μας στὸ Ἅγιον Ὄρος, διαμένουμε εἶτε σὲ τρίκλινα, εἶτε σὲ τετράκλινα, ἢ καὶ ὀκτάκλινα δωμάτια σὲ διαφορετικὰ μοναστήρια, καὶ συμμετέχουμε στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν. Οἱ ακολουθίες στην Εκκλησία αρχίζουν συχνά στις 3 το πρωί, και παρέχονται μόνον δύο γεύματα ημερησίως. Είναι όλα νηστήσιμα και διαρκούν το πολύ πολύ 10 λεπτά.
Οι προσκυνητές έχουν περισσότερο χρόνο για συζήτηση και αλληλογνωριμία. Όλοι τους έχουν Λουθηρανικό υπόβαθρο. Δύο από αυτούς, ο Lars Karlsoen και ο Bjorn Skauen, έχουν υπάρξει ακόμη και ιερείς στην Κρατική Λουθηρανική Εκκλησία της Νορβηγίας. Αρκετοί απ’ αυτούς αναζήτησαν καταφυγή στην Ορθόδοξη Εκκλησία απ’ αυτό που θεωρούν ως αίρεση, μοντερνισμό και παγκόσμια επιρροή εντός του Προτεσταντισμού.

– Συνειδητοποίησα και βίωσα ότι η Νορβηγική κρατική Εκκλησία δεν είχε πλέον χώρο για μένα. Οταν είμαι εδώ στον Άθωνα και βλέπω τον πνευματικό πλούτο της Ορθόδοξης παράδοσης δεν μπορώ να σκεφθώ πώς ο Μαρτίνος Λούθηρος έκανε ένα τέτοιο μεγάλο σφάλμα, να αποδιώξει τον μοναχισμό. Τα μοναστήρια είναι εγγύηση του ορθού δόγματος, και οι μοναχοί είναι υποδείγματα για τους λαϊκούς, στο θέμα της προσευχής και της υπακοής, λέει ο Karlsoen.

– Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα μια Ορθόδοξη Εκκλησία η Θεία Λειτουργία τελείτο σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Ακόμη κι έτσι, την αισθάνθηκα και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν, αναφέρει ο Thorleif Gronnestad.Μετεστράφη στην Ορθοδοξία πριν περισσότερα από 10 χρόνια, και σήμερα διακονεί στο ιερό, στην εκκλησία της γενέτειράς του, στο Sandnes, κοντά στο Stavanger.

Παρόλα αυτά, δεν εξωραΐζουν την κατάσταση στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε κάποια μέρη η οργάνωση είναι υποτυπώδης, αλλού υπάρχουν ζητήματα εθνικισμού. Ένας από τους προσκυνητές, ο Dag Markeng, διατυπώνει ένα εντυπωσιακό σχόλιο. 

–Οταν έγινα Ορθόδοξος, το 1983, ο ανάδοχός μου μου είπε κάτι το οποίο έχω διαπιστώσει ότι είναι αληθές. Δεν θα είναι εύκολο να είσαι Ορθόδοξος – αλλά θα έχει αξία.

Ένα από τα πλουσιότερα και πλέον όμορφα μοναστήρια, απ’ όσα επισκεφθήκαμε, λέγεται Βατοπέδι και πρωτοθεμελιώθηκε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Χρυσά νομίσματα, επιχρυσωμένα δισκοπότηρα και θεαματική εκκλησιαστική τέχνη βρίσκονται παντού εδώ. Αλλά το μοναστήρι αυτό είναι και το σπίτι ενός μεγάλου θησαυρού που δεν είναι καμωμένος από χρυσό, αλλά από τρίχες καμήλας –διατηρημένος από τους πρώτους χρόνους της Χριστιανοσύνης. 

–Αυτή είναι η Ζώνη της Παναγίας, λέει ο μοναχός Ευστάθιος. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες και πηγές, η Ζώνη διαφυλάχθηκε στα Ιεροσόλυμα μέχρι το 400 μ.Χ.Αφού υπήρξε για ορισμένα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, δωρήθηκε στο μοναστήρι του Βατοπεδίου.

– Η Ζώνη αυτή δεν ενήργησε θαύματα μόνον σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή, αλλά ενεργεί μέχρι ακριβώς και σήμερα. Κάθε δύο εβδομάδες περίπου, λαμβάνουμε μηνύματα απ’ όλο τον κόσμο, από ανθρώπους που έχουν θεραπευθεί ή βοηθηθεί αφότου κατέφυγαν στην Αγία Ζώνη, διηγείται ο πατήρ Ευστάθιος.


Ο Ορθόδοξος ισχυρίζεται ότι, κατά τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός ενήργησε θαύματα ακόμη και διαμέσου των ενδυμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Πράξεις των Αποστόλων 19: 12), το ίδιο συμβαίνει και διαμέσου της Ζώνης της Θεοτόκου.Ο πατήρ Ευστάθιος παραπέμπει σε μια σειρά από περίεργες ιστορίες που σχετίζονται με την Ζώνη.Ειδικά, έχουν βοηθηθεί άτεκνα ζευγάρια, ενώ πολλές διαφορετικές παθήσεις έχουν επίσης εξαλειφθεί.

–Ένας Ογκολόγος ήλθε από την Ελβετία για να μας δει και του δώσαμε λίγα μπουκαλάκια με έλαιον. Ο ίδιος δεν πίστευε τις ιστορίες αλλά ήθελε να βεβαιωθεί πειραματικά,καθώς είχε ακούσει για τα γεγονότα αυτά. Εδωσε από το λάδι αυτό σε όλους τους ασθενείς του, οι οποίοι βρίσκονταν σε τελικό στάδιο της νόσου.Ορισμένοι δεν επιβίωσαν, αλλά δύο από αυτούς ιάθηκαν πλήρως. Επέστρεψε πίσω στο μοναστήρι και μας ανέφερε τα σχετικά. Δεν γνωρίζουμε για ποιό λόγο κάποιοι θεραπεύονται και κάποιοι όχι, αλλά χρησιμοποιούμε το έλαιο με πίστη, και βλέπουμε τί ο Θεός θέλει να πράξει, λέει ο πατήρ Ευστάθιος.
Καθένας από τους Νορβηγούς προσκυνητές έλαβε από ένα μπουκαλάκι με έλαιο, και ο πατήρ Γιοχάννες πήρε κάμποσα –για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Νορβηγία.

Προς το τέλος της παραμονής στο Άγιον Όρος, οι Νορβηγοί άκουσαν μια φήμη για έναν Σκανδιναβό μοναχό σε ένα από τα μοναστήρια τα οποία επισκεπτόμασταν – την Μονή Καρακάλλου. Εχοντας συναντηθεί αποκλειστικά με Έλληνες μοναχούς στον Άθωνα, προξενεί εντύπωση η συνάντηση με έναν μοναχό με λαμπερά γαλανά μάτια και μακριά κόκκινη γενιάδα. Ο πατήρ Πρόδρομος είναι από την Φινλανδία και ομιλεί κάποια Σουηδικά. Καθώς φαίνεται στην συνέχεια, έχει και ο ίδιος Λουθηρανικό υπόβαθρο.

–Πώς έγινες Ορθόδοξος, πάτερ;
–Κάποτε εισήλθα σε μια Ορθόδοξη Εκκλησία και συγκλονίστηκα τόσο από την Λειτουργία που δάκρυα άρχισαν να κυλούν. Αμέσως συνειδητοποίησα ότι ανήκω εδώ, λέει ο μοναχός, αντηχώντας την εμπειρία που πολλοί Νορβηγοί που έχουν μεταστραφεί στην Ορθοδοξία φέρουν εντός τους. Σύντομα, έπειτα από την μεταστροφή του στην Ορθοδοξία πριν από 20 χρόνια, ο πατήρ Πρόδρομος ταξίδεψε στο Άγιον Όρος. Τώρα είναι ο υπεύθυνος του Αρχονταρικίου στο μοναστήρι, κι έπρεπε γι’ αυτό να μάθει να μιλά πολλές γλώσσες.

– Πώς είναι η ζωή εδώ στο μοναστήρι;
– Είναι πολύ καλά. Καθώς η Μονή Καρακάλλου δεν είναι τόσο μεγάλη όσο άλλες (είναι η υπ’ αριθμόν 11 στην εσωτερική ιεραρχία, ανάμεσα στις 20 μονές του Αγίου Όρους), δεν είμαστε εδώ τόσο απασχολημένοι όσο είναι σε άλλες. Επομένως, διαθέτω ικανό χρόνο ώστε να εστιάζω στην προσευχή, λέει ο πατήρ Πρόδρομος, και μας υπενθυμίζει αυτό που πραγματικά έχει σημασία στην ζωή.


Μετάφραση στα Ελληνικά (Π.Π.) του Νορβηγικού πρωτοτύπου, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Το Πρώτο Θέμα, με την δημοσιογραφική επιμέλεια του Παναγιώτη Σαββίδη, στις 30 Ιουνίου 2016: https://www.protothema.gr/greece/article/591176/norvigikoi-umnoi-gia-to-agion-oros/


The Miraculous Last Outpost of the Roman Empire

A pilgrim tour from Norway to Mount Athos

Text by Øystein Silouan Lid, Pictures by Torbjørn Fink & Panagiotis Pavlos
The majestic rocky Mount Athos, a natural outpost.

In this post I reproduce a beautiful article originally published in Norwegian, in the newspaper Dagen, from Bergen. It is about a tribute to Mount Athos, titled: ‘Mirakla i Romarrikets siste utpost‘ (‘The Miraculous Last Outpost of the Roman Empire’), written by the journalist Øystein Silouan Lid, who happened to travel to the Holy Mountain, in May 2016. The English translation was prepared by the author on the occasion of its publication on the portal pemptousia.com, in August 2016. I am grateful to Øystein Silouan Lid for his permission to reproduce it here. Some of the pictures in this post are property of Torbjørn Fink, one of the members of the pilgrims group, to whom I am grateful as well.

The Church of Protaton, in Karyes, the capital of Mount Athos (photo by Torbjørn Fink).

This summer [2016 -ed.] ten Norwegians were granted an audience at The Holy Mountain, the last remaining part of the Roman Empire. The monks who live here tell stories of miracles and wonders as a normal part of everyday life. Mount Athos has been called the one place on planet earth that has changed least over the centuries. The Orthodox monks who dwell here, live as they did during medieval times, praying and working. They come to dedicate their lives completely to God, and the last thing they want is for the hard-to-reach peninsula to become a tourist attraction. Nevertheless, the monastic republic in northern Greece has a remarkable pull on people from all over the world.

When the famous CBS news magazine 60 minutes in 2009 asked permission to come do a story on The Holy Mountain, the request was categorically denied. It took two years of negotiating before one of the monasteries finally said yes. It was therefore not without trepidation that the Norwegian journalist set foot in Karyes, the administrative centre of Mount Athos, before setting off on foot towards the ancient monastery of Iviron.

East-north view of the Iviron Monastery.

The forest on each side of the footpath has a jungle-like appearance. Wild edible peas, dill and oregano grow in several places. Suddenly we notice the wonderful fragrance of incense – the smell is easily recognized from the Orthodox liturgy. Yet here we are, in the middle of the forest, and no one is swinging the censer. 

On the path from Karyes to Iviron Monastery. (T.F.)

Small signs and wonders such as these happen all the time here on Athos, says Panagiotis Pavlos. He is a scholar of philosophy at the University of Oslo, and presently our local guide. We are not far from the house of saint Paisios (1924-1994), regarded as one of the holiest men of the monastic peninsula. While he was alive people came by the thousands to visit him – on this very path. They were healed from all kinds of diseases, delivered from demons, and received spiritual counsel. It was said that his mere presence could change the hearts of the pilgrims who came to see him, and draw them towards Christ. Panagiotis was himself one of the many people who came to visit the saint’s kellion (monastic cell) in the forest, and is a friend of the monk who lives here today – father Arsenios.

– Christos anesti (Christ is risen)! Panagiotis cries out, and before long a man with a flowing beard is seen in the doorway.

Father Arsenios greets his old friend warmly and the Norwegians politely, before telling a few of the numerous stories of signs and wonders which took place right here in his cabin. A phenomenon father Arsenios tells us about, is the ability of saint Paisios to know what the guests would ask him, before even opening their mouths. 

– Once, a lawyer came to Mount Athos. He didn’t believe the stories about Paisios, and decided to put him to the test. He planned to present himself as a doctor, instead of a lawyer. When he arrived at the gate he found himself in a group of 50 people who all had come to see the saint. Elder Paisios opened his door, looked the lawyer straight in the eye, and said: “Go away, and take your lies with you to the court room”. The man never doubted again, says father Arsenios.

Outside the cabin of Saint Paisios, in Panagouda (T.F.)

The kind of Christianity preserved on Athos has a rather unique history. After the capitol of the Roman Empire fell to the occupying Muslim army in 1453, Mount Athos became the last remaining outpost of Imperium Romanum. Already in the year 972 it had been established as a self-governing monastic state within the empire by the emperor John the First, Tzimiskes. 

Today the «Autonomous Monastic State of the Holy Mountain» is the only republic where the banner of the Eastern Roman Empire – the characteristic double eagle – still can be seen waiving in the wind on top of official flag poles.

Mount Athos is today considered to be the spiritual centre of the Orthodox Church. Over 2.000 monks reside in the 20 operative monasteries, having dedicated their lives to prayer for the entire world.

Aproaching the Holy Mountain. (T.F.)

–The monks find the reason behind their monastic calling in the words by Jesus Christ (Matthew 19) regarding a life of celibacy for the sake of the kingdom of God, about selling all belongings, giving to the poor, and following Christ, says father Johannes, the priest in St. Nicholas Orthodox Church in Norway, as well as the spiritual guide of the group.

Fr. Johannes, fr. Seraphim and Øystein Lid, at the south gate of Iviron Monastery.

During the stay we live in three-bed, four-bed and eight-bed rooms in different monasteries, and take part in the daily lives of the monks. The services often start at 3 o’clock in the morning, and there are only two daily meals. They are all vegetarian and last for a grand total of ten minutes. 

The pilgrims thus have more time for conversation and getting to know one another. All of them have a Lutheran background. Two of them, Lars Karlsøen and Bjørn Skauen, have even been priests in The Lutheran state church of Norway. Several of them have sought refuge in the Orthodox Church from what they see as heresy, modernism and worldly influence in Protestantism.

– I experienced that the Norwegian state church no longer had room for me. When I am here on Athos and see the spiritual riches of the Orthodox tradition, I can’t help thinking that Martin Luther made a great mistake in doing away with monasticism. The monasteries are guarantors of right doctrine, and the monks are models for the laymen when it comes to worship and obedience, says Karlsøen.

– The first time I visited an Orthodox church the liturgy was in a language I did not understand. Even so, I experienced it and tears started flowing, says Thorleif Grønnestad. He converted over 10 years ago, and is today in charge of typica services in his home town Sandnes. 

Still, they do not paint a rosy red picture of the situation in The Orthodox Church. In some places the organization is poor, in others there are issues of nationalism. One of the pilgrims, Dag Markeng, has a striking comment.

– When I became Orthodox in 1983, my sponsor said something that I have found to be true. It won’t be easy being Orthodox – but it will be worth it.

One of the richest and most beautiful monasteries we visit, is called Vatopedi, established in the 5th century. Golden coins, gilded chalices and spectacular church art is everywhere. But it is also the home of a great treasure not made from gold, but from camel hair – preserved from the earliest times of Christianity.

The Holy Monastery of Vatopedion.

– This is the belt of the Virgin Mary, says the monk Evstathios.

According to written sources the belt was preserved in Jerusalem until the year 400. After being in Constantinople for some years, it was given to the monastery of Vatopedi as a gift. 

– This belt didn’t only perform miracles at one point in history, but to this very day. Every 14th day or so we receive messages from all over the world from people who have been healed or helped after having been in contact with the belt, says father Evstathios.

The Orthodox claim that in the same way as God performed miracles through even the clothes of the apostle Peter (Acts 19, 12), the same thing happens through the belt of the Theotokos. Father Evstathios point to a series of strange stories related to the belt. Especially childless couples are helped, but many different diseases have also been cured. 

– An oncologist from Switzerland came to see us and was given a few bottles of oil. He himself did not believe the stories, but he wanted to conduct some experiments after having heard about the phenomenon. He gave it to all the patients who were close to the terminal phase. Some did not survive, but two of his patients were fully healed. He came back to us in the monastery and told us about it. We don’t know why some are healed and others are not, but we use the oil in faith, and see what God wants to do, says father Evstathios. 

Each of the Norwegian pilgrims are given a bottle, and father Johannes are given several – for use in the Orthodox Church in Norway.

Towards the end of the stay the Norwegians hear a rumour about a Scandinavian monk at one of the monasteries they were visiting – Karakallou. After having met mostly Greek monks on Athos it makes an impression to meet a monk with glittering blue eyes and a long read beard. Father Prothromos is from Finland, and speaks some Swedish. As it turns out that also he has a Lutheran background. 

– How did you become orthodox, father?

– I went into an Orthodox Church one, and was so struck by the liturgy that tears started flowing. I realized immediately that I had to belong here, the monk says, echoing the story many of the Norwegian converts carry with them. 

Soon after his conversion 20 years ago, father Prodromos travelled to the Holy Mountain. Now he is head of the guest house in the monastery, and has had to learn several languages. 

– How is life here in the monastery?

– It is very good. Since the monastery of Karakallou is not as large as the others (number 11 on the internal ranking among the 20 monasteries), it is not as busy as some of the rest. So I have plenty of time to focus on prayer, says father Prodromos, reminding us about what really matters in life.

Κομματικὴ ἰδιοτέλεια τοῦ καθ᾽ ἕκαστον καὶ πολιτικὴ ἀνιδιοτέλεια τοῦ καθ᾽ ὅλου

* Τὸ παρακάτω κείμενο γράφηκε ἐδῶ, στὸ Ὄσλο, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2015, μὲ ἀφορμὴ τὴν πολιτικὴ κατάσταση πραγμάτων στὴν Ἑλλάδα, μὲ τὸν ἀρχικὸ τίτλο: ̔Ἐν ὅψει τῆς 25ης Γενάρη 2015 ̓. Ξανακοιτάζοντάς το ὅμως σήμερα, διαπιστώνω ὅτι δυστυχῶς, παραμένει ἐπίκαιρο. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ἐπισυμβεῖ εἶναι ἡ ἐπὶ τὰ χείρω ἐξέλιξη πολλῶν πολιτικῶν πραγμάτων ἐν Ἑλλάδι τοῦ 2019 – πράγματα ποὺ ὅταν κανεὶς τὰ ἐπισημαίνει ταυτοποιείται αὐτομάτως τουλάχιστον ὡς πάσχων τὴν ἔλλειψη διεθνιστικοῦ ἀλτρουισμοῦ – καὶ ἡ συνήθης κυκλικὴ ἀντιστροφὴ ρόλων, ποὺ ὁ ἀναγνώστης ἀμέσως θὰ ἀντιληφθεὶ. Ἑπομένως, τὸ τηρῶ αὐτούσιο παρὰ τὸ φαινομενικῶς ἄκαιρον ὁρισμένων σημείων του⋅ ἄλλωστε, γνωρίζουμε καλὰ ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Θουκυδίδη ὅτι στὸ διάβα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας εἶναι πάγιες οἱ κρίσιμες στιγμὲς στὶς ὁποῖες ὁ λαὸς καλεῖται ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ἀποδεικνύει τὸ βαθμὸ ἐπαγρύπνισής του.

Ἀφουγκραζόμενος τὸν Γολγοθᾶ τὸν ὁποῖο ἀνέρχεται ἡ πλειοψηφία τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ζώντας ἀπὸ ἀπόσταση τὴν ἀγωνία ἐκατομμυρίων ἀνθρώπων ποὺ δίνουν καθημερινὰ μάχες ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὰ στοιχειώδη σὲ ἕνα σχεδὸν ἐν συνόλῳ καταρρακωμένο κράτος (παρὰ τοὺς πασιφανῶς οὐτοπικοὺς περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἰσχυρισμοὺς τῆς παραπαίουσας, γιὰ μία ἀκόμη φορά, δυστυχῶς, πολιτικῆς ἠγεσίας), αἰσθάνεσαι τὰ χιλιάδες χιλιόμετρα ἀπόστασης ποὺ σὲ χωρίζουν ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἐξ αἴφνης νὰ μηδενίζονται. Ἐλλείψει ἄλλων δυνάμεων συνδρομῆς πρὸς τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες ἀναζητᾶς τρόπους ἔμμεσης στήριξης. Αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση σὲ ὁδηγεῖ νὰ συλλογισθεῖς ζητήματα ποὺ νιώθεις ὅτι πρέπει -ἂν ὄχι νὰ ἀπαντηθοῦν- τουλάχιστον νὰ τεθοῦν ἀπὸ κάθε πολίτη, ὁ οποῖος γιὰ μία ἀκόμη φορὰ θὰ ἐπιδιώξει τὴν προσεχὴ Κυριακὴ νὰ ἐνσαρκώσει μὲ τὴν ψῆφο του μια ελπίδα σωτηρίας.

Ἡ κρισιμότητα τῶν περιστάσεων καὶ ἡ τραγικότητα τῆς φάσης αὐτῆς τῆς ἱστορίας ποὺ διανύουμε προκαλοῦν τὴν διατύπωση ἑνὸς ἀσυνήθους, καίριου, ὡστόσο, ἐρωτήματος: γιὰ ποιὸ λόγο οἱ Ἕλληνες πολίτες δὲν λαμβάνουν σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν τὴν ξεκάθαρη θέση τοῦ Ἰσραηλίτη ἄρχοντα καὶ βασιλέως τῆς ἀρχαιότητας Δαυίδ, ὁ οποῖος προτρέπει καὶ παροτρύνει: ῾μὴν πιστεύετε σὲ ἄρχοντες, σὲ παιδιὰ ἀνθρώπων⋅ είναι αδύνατον αὐτοὶ νὰ σᾶς προσφέρουν σωτηρία᾽ (Ψαλμός 145, 3: ‘Μὴ πεποίθατε ἐπ ̓ ἄρχοντας ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία’); Φαίνεται ὅτι ἡ προτροπὴ αὐτὴ τοῦ Δαυίδ φέρει ἕνα καίριο πολιτικὸ περιεχόμενο, ἀπολύτως χρήσιμο καὶ συνάμα ̔φωτογραφικά ̓ ταιριαστὸ στοὺς Ἕλληνες.

Ὁ λόγος;

Διαθέτουμε ὡς λαὸς μία μοναδική, πανίσχυρη ἰκανότητα –τόσο ἰσχυρὴ ποὺ ὅταν δὲν τὴν ἐλέγχουμε μᾶς ὁδηγεῖ μαθηματικὰ στὸν ἀφανισμό- νὰ προσκολλώμαστε σχεδὸν ψυχοπαθολογικὰ στοὺς ἡγέτες μας. Αὐτὴ ἡ προσκόλληση εὐθύνεται κατὰ κύριο λόγο γιὰ δύο τινά. Ἀφ ̓ ἑνός, γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐξακολουθοῦμε νὰ λατρεύουμε τὰ πολιτικὰ πρόσωπα –ἡ ἀνάλυση αὐτὴ ὑπερβαίνει κάθε συγκεκριμένο πολιτικὸ χῶρο- μολονότι ἡ ἱστορία ἤδη καταγράφει ἐγκληματικὲς εὐθύνες εἰς βάρος ὅλων ὅσοι ἔχουν προδώσει ἐπανειλημμένα ὡς τώρα –καὶ συνεχίζουν νὰ τὸ πράττουν- τὶς ὑγιεῖς προσδοκίες τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐνῶ ἔχουν ἀναδείξει μὲ τὴν πολιτικὴ πράξη -καὶ ἐνίοτε φαυλότητά- τους τὶς χειρότερες ἀδυναμίες του. Ἀφ ̓ ἑτέρου, γιὰ τὸ ὅτι εἴμαστε συχνὰ ἀνίκανοι νὰ ἀπομονώσουμε ὅποιον ἡ συνείδησή μας μᾶς καταμαρτυρᾶ ὅτι βλάπτει τὸν τόπο. Ἐδῶ ὁ ̔τόπος ̓ θὰ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ καὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ̔χώρου ̓. Εἶναι καίριο νὰ μὴν βλάπτεται ὁ τόπος, καθὼς ἔχει μεγίστη σημασία ὡς χῶρος, ὅπως ἔχει πολλαπλὰ ἐπισημάνει καὶ ὁ Παναγιώτης Κονδύλης, παρὰ τὶς ἐσφαλμένες δημόσιες ἐκτιμήσεις ἑνὸς πρώην Πρωθυπουργοῦ ἀλλὰ καὶ ἑνὸς ἄλλου ἀρχηγοῦ νεοσύστατου κόμματος, οἱ ὁποῖοι προκρίνουν μίαν ἀκαθόριστη ἔννοια ̔εὐημερίας τοῦ λαοῦ ̓ ἀκόμη καὶ εἰς βάρος τῆς γῆς του, χωρὶς νὰ φαίνεται νὰ ἀντιλαμβάνονται τὸν ἐγκληματικὸ κίνδυνο αὐτοῦ τοῦ στοιχειώδους λογικοῦ σφάλματος.

Ἡ τυφλὴ προσκόλληση σὲ ἀνθρώπους στοὺς ὁποίους ἡ ἀνάθεση τῆς μοίρας τοῦ τόπου γίνεται μὲ κύριο κριτήριο τὸν ἐνθουσιασμό, τὴν συναισθηματικὴ ἔξαρση καὶ τὴ συνακόλουθη ψυχολογικὴ ἐξάρτηση τοῦ ψηφοφόρου ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ῾ἡγέτη᾽, ἀπορρέουν ἀπὸ μία θεμιτή, ἀνιδιοτελῆ κατ ̓ ἀρχήν, συμπάθεια, εὐπιστία καὶ τυφλὴ ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸ (πολιτικό) πρόσωπο, στοιχεῖα τὰ ὁποῖα εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς ἀρετῆς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐν γένει. Αὐτὴ ἡ ἀρετὴ ὅμως συχνὰ μετατρέπεται σὲ ἰδιοτελῆ προσκόλληση ἡ ὁποία συνεπάγεται τὴν ἐν τέλει τύφλωση τοῦ πολίτη, ὁ ὁποῖος τότε πλέον εὐθύνεται γιὰ τὸ παράδοξο τῶν ἡμερῶν νὰ διεκδικοῦν ἐκ νέου τὴν ψῆφο τῶν Ἑλλήνων πολιτικὰ ὄντα τὰ ὁποῖα ἔχουν ὁδηγήσει τὸν λαὸ σὲ βιωμένη καταστροφή.

Ἕνα δεύτερο ζήτημα ποὺ τίθεται σὲ συνάρτηση μὲ τὰ προηγούμενα εἶναι: ἔχουμε, ἄραγε, οἱ Ἕλληνες συνείδηση τοῦ διακυβεύματος τὸ ὁποῖο ἡ πολιτικὴ πράξη καὶ ἐν προκειμένῳ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τῆς 25ης Ἰανουαρίου καλεῖται νὰ διαχειριστεῖ; Ἔχουμε ἰδία γνώση, ἐπίγνωση τοῦ διακυβεύματος, ἤ ἀποκοιμόμαστε στὴ ναρκωτικὴ μαγεία τοῦ πλεονάζοντος πολιτικοῦ ψεύδους; Ἑνὸς ψεύδους ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ σχετικοποιήσει τὸ διακύβευμα ἀλλοιώνοντάς το καὶ προσαρμόζοντάς το στα μέτρα καὶ σταθμὰ τῆς ἑκάστοτε πολιτικῆς ἰσχύος τῶν κομμάτων;

Ὁ βασιλέας καὶ προφήτης Δαυίδ φαίνεται νὰ ἔχει σαφῆ γνώση καὶ συνείδηση τοῦ πολιτικοῦ παιγνίου, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι παράδοξα εὐθύς, ὅταν αὐτός, ἕνας πανίσχυρος ἄρχοντας ὁ ἴδιος, προειδοποιεῖ τὸν λαό του ὅτι μὲ τοὺς ἄρχοντες δὲν ὑπάρχει σωτηρία.

Γιατί;

Διότι σωτηρία σημαίνει ἀκεραιότητα. Ἡ ἀκεραιότητα ὅμως σημαίνει ἑνότητα, ἡ ὁποία πάντως προϋποθέτει τὸ ὅλον. Τὸ ὅλον, ὅμως, de facto δὲν μπορεῖ νὰ ὑπηρετεῖται ἀπὸ κομματικοὺς σχηματισμούς. Διότι αὐτοί ἀποδέχονται ἐκ τῶν πραγμάτων μόνον θεωρητικὰ τὸ ῾῾ἡ ἰσχὺς ἐν τῇ ἑνώσει᾽᾽, καθὼς στὴν πολιτικὴ πράξη τους υἱοθετοῦν τὸ ῾῾ἡ ἰσχὺς ἐν τῇ πολώσει᾽᾽, ὑπηρετώντας ἔτσι τὸ ῾῾διαίρει καὶ βασίλευε᾽᾽ πρὸς ὤφελος τῶν ξένων ἰσχυρῶν παικτῶν (συμμάχων). Ἔτσι, ὅμως, προφανῶς, δὲν ὑπάρχει σωτηρία.

Σκεπτόμενος κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀξιολογήσει καὶ νὰ ἐκτιμήσει τὶς προθέσεις καὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, μὴ ἔχοντας ὑπάρξει ποτὲ ὡς τῶρα σὲ κυβερνητικὲς θέσεις, ἤ, ἔστω, σὲ κόμματα ἐξουσίας, ἐπιζητοῦν ἤδη τὴν ψῆφο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐπιστρατεύοντας τὴν ὑπόσχεση γιὰ ῾῾κυβέρνηση ὅλου τοῦ λαοῦ᾽᾽, ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Αὐτὸ εἶναι εὐχῆς ἔργο, βεβαίως. Φαίνεται, ὅμως, εἶτε οἱ τοιοῦτοι νὰ ἐθελοτυφλοῦν εἶτε νὰ ἀγνοοῦν καὶ αὐτοὶ ὅτι κυβέρνηση τοῦ ὅλου καὶ κόμμα -ἔστω καὶ ἐκ πολλῶν συνιστωσῶν συνιστάμενο- δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν. Ἡ αὐτοδυναμία ὅταν ἐπιδιώκεται εἰς βάρος ἄλλων, μολονότι θεωρεῖται ἐπιτυχία αὐτοῦ ποὺ τὴν ἐξασφαλίζει, συνιστᾶ ἀδυναμία καὶ ἀποτυχία γιὰ τὸ ὅλον. Ἡ πολιτικὴ ρητορεία, ἄλλωστε, τοῦ δικομματισμοῦ τὸ ἀπέδειξε αὐτὸ περίτρανα ἐπὶ δεκαετίες, ἀφοῦ στὸ ἰδεολογικό της ῾῾ὅλον᾽᾽ δὲν χώρεσε τὸ ὀντολογικὸ ῾῾καθ’ ἕκαστον᾽᾽, μὲ συνέπεια, τὰ ἰδεολογήματα ΠΑΣΟΚ καὶ ΝΔ, ἀριστερᾶς–δεξιᾶς, διεθνισμοῦ- ἐθνικισμοῦ, προόδου–συντηρητισμοῦ, σοσιαλισμοῦ-φιλελευθερισμοῦ, νὰ ἔχουν πλέον ὁδηγήσει τὸν λαὸ στὴν ταπείνωση, τὸν ἐξευτελισμὸ καὶ τὴν ἐξαθλίωση.

Ἴσως εἶναι πιὰ καιρός, μὲ τὴν συμπλήρωση 190 χρόνων κομματικοῦ πολιτικοῦ βίου στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ 40 χρόνων μεταπολίτευσης, νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ ἀναλογιστοῦμε ἔμπρακτα ὅτι, αὐτὸς ὁ λαὸς ἀξίζει σωτηρίας, ἀξίζει ἑνότητας καὶ, ἄρα, ἔχουμε χρέος ὡς ῾῾καθ᾽ ἕκαστον᾽᾽ νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὸ ῾῾καθ’ ὅλου᾽᾽.

Ἀξίζει, ὡς πολίτες φέροντες ψῆφο νὰ ὑπηρετήσουμε παντί τρόπῳ τὴν πάσης φύσεως ἀκεραιότητα αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, ἀντιμετωπίζοντας δανειστὲς καὶ πάσης φύσεως σωτῆρες μὲ μία πυγμὴ, παύοντας νὰ ἀναθέτουμε παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον σὲ ὁλίγιστους, ὁλιγάρχες καὶ ὁλιγαρχομένους, σὲ ἀνθρώπους τῶν ὁποίων οἱ ἰδεολογικὲς ἀγκυλώσεις καὶ στρεβλώσεις, ὁ πολιτικὸς ἀμοραλισμός, ἡ ἔλλειψη ἠθικῆς ἀκεραιότητας καὶ σοφίας δὲν τοὺς ἐπιτρέπουν νὰ δοῦν τὸ ὅλον στὸ κάθε ἐπιμέρους, μὲ συνέπεια νὰ εἶναι ἀδιάφοροι καὶ ἀνίκανοι γιὰ τὴ σωτηρία τῶν μὴ ταυτιζομένων μὲ τὴν δική τους ἑτερότητα.

Ἀς ἐπιβάλουμε, ἐπιτέλους, στὸ βαθμὸ ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ψῆφο μας, τὸ τέλος τῆς κομματοκρατίας καὶ τοῦ κατακερματισμοῦ, κραυγάζοντας στοὺς ἐκπροσώπους μας στὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο ὅτι ὀφείλουν στὸν ἑλληνικὸ λαό, αὐτοὺς ποὺ εἶναι τῶρα ἐδῶ, ὅσους ἔφυγαν καὶ ἐκείνους ποὺ εἶναι νά ̓ρθουν, τὸ χρέος τῆς ἑνότητας.

Σκέψεις αναφορικά με το αν ο άγαμος κλήρος (και ο μοναχισμός εν γένει) απέχει ουσιωδώς από τα του εγγάμου βίου

Αφορμή για το σύντομο αυτό σημείωμα στάθηκε το κείμενο ῾῾Αρκεί άραγε μόνο η γνώση;᾽᾽ του π. Χρήστου Αιγίδη, που δημοσιεύθηκε στη romfea.gr, την Δευτέρα, 9 Ιουλίου 2018. Ως αιτία, στέκεται η συχνά απαντώμενη από τον γράφοντα αντίληψη περί του ότι ο άγαμος κλήρος (ή/και ο μοναχισμός) δεν είναι σε θέση να γνωρίζει, κι επομένως να συμβουλεύει ορθά και επαρκώς τους εγγάμους, καθότι είναι άμοιρος των ιδιαζουσών συνθηκών και των προκλήσεων που ο έγγαμος βίος παρουσιάζει.

Καταρχήν, να σημειώσω ότι η αντιδιαστολή βιώματος και γνώσεως που εγείρεται στον συμπερασμό ότι ῾῾όλοι οι Πατέρες συμφωνούν ότι η Πνευματική Ζωή είναι κυρίως βίωμα και όχι γνώση᾽᾽ μαρτυρεί αφενός μια ελλιπή αντίληψη του βιώματος και ασφαλώς μια τεχνητή, δηλαδή μη ρεαλιστική, απεικόνιση του τί είναι γνώση εντός της Ορθόδοξης παράδοσης. Δεν θέλω να κουράσω τον αναγνώστη. Αλλά ανακαλώ, έτσι πολύ πρόχειρα, αυτό που ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης γράφει στο Περί Θείων Ονομάτων, ότι, δηλαδή, κανείς ῾῾πάσχει καὶ μανθάνει τὰ θεία᾽᾽.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεως η οποία ενδέχεται να προκληθεί από την συμπύκνωση του επιχειρήματος που προκύπτει με την καταφυγή μου στον Αρεοπαγίτη, θα ήθελα να εξηγηθώ ως εξής. Ασφαλώς, ο Αρεοπαγίτης, όταν μιλάει περί πάθους και μαθήσεως των θείων, αναφέρεται στο πώς ο Θεός γνωρίζεται: όχι ως γνώση θετική, θετικιστική, αλλά ως βίωμα, ως Πρόσωπο. Και ασφαλώς, μπορεί καταρχήν, να ξενίσει τον αναγνώστη το ότι επικαλούμαι την συγκεκριμένη αίσθηση κι εμπειρία του Αρεοπαγίτη στο ζήτημα που θίγει ο π. Αιγίδης στο κείμενό του, και το οποίο με παρακίνησε σε αυτό το σημείωμα, δηλαδή σε όλα τα του γάμου δύσκολα. Αλλά, μήπως, εν συνεχεία, θα διαφωνήσει κανείς ότι, εντός της Ορθόδοξης αλήθειας, ζωής και παράδοσης, ο Γάμος είναι το Μυστήριο εκείνο το οποίο οδηγεί, διαμέσου της Σταυρικής δοτικότητας εκάστου εις τον άλλον, στη θέα του Θεού; Όπως εξίσου οδηγεί στο ίδιο Τέλος ο Μοναχικός βίος; Αν δεν υπάρχουν πολλοί διαφωνούντες, τότε με χαρά θα μπορούσα να συμπεράνω κι εγώ με τους συμφωνούντες ότι, το βίωμα είναι γνώση και η αληθής γνώση βίωμα, όχι μόνον στο Χώρο της Θεολογίας αλλά και στο χώρο της Οικονομίας, δηλαδή της καθημερινής ανθρώπινης πραγματικότητας.

Αν, τώρα, το βίωμα είναι γνώση και η γνώση βίωμα και, αν αυτό ισχύει στο χώρο του κτιστού, δηλαδή στο χώρο εκείνο τον έμπλεω Θείας Ενέργειας, τότε ποιος είναι εκείνος που θα μπορούσε να αρνηθεί μια τέτοια γνώση στους ανθρώπους, απλώς και μόνον επειδή προέρχεται από την ῾῾άλλη εκδοχή του βίου᾽᾽, την έγγαμη ή την μοναστική, αναλόγως;

Έρχομαι σε ένα δεύτερο σημείο. Λέει ο π. Αιγίδης: ῾῾Πώς θα σας φαινόταν λοιπόν αν σε κάποιο Μοναχικό Συνέδριο ανέπτυσσε Εισήγηση ένας Έγγαμος Κληρικός και σαρκικός πατέρας πολλών παιδιών με θέμα ῾Το κάλλος της Παρθενίας᾽ ή ῾Τα Μοναχικά Ιδεώδη᾽.

Η αλήθεια είναι, ότι διαβάζοντας αυτό το ερώτημα, υιοθετώ αμέσως την επακόλουθη διατύπωση του συγγραφέα, αλλά σε διαφορετική κατεύθυνση: ῾῾Μόνο που το βλέπω ή το ακούω μου φαίνεται πολύ παράξενο ή ακόμα και παράταιρο᾽᾽. Η αίσθηση που μού γεννιέται εδώ είναι κάπως περίεργη και εικάζω ότι προκαλείται από το γεγονός ότι η εν λόγω παραδοχή, ούτε λίγο ούτε πολύ, αποδέχεται ότι και εντός του Σώματος της Εκκλησίας υπάρχουν Τεχνοκράτες: οι μεν της εγγάμου οι δε της αγάμου ερωτικής ζωής. Και έτσι, όπως η σύγχρονη μορφή οικονομίας έχει εξουθενώσει την πολιτική φύση της κοινωνίας εκβιάζοντας την θέσπιση των οικονομο-τεχνοκρατών ως αποκλειστικώς αρμοδίων περί της πόλεως, εξίσου, η σύγχρονη εκδοχή της Ποιμαντικής, έχω την εντύπωση ότι, πάει να εξουθενώσει την Θεοειδώς παρακατιανή φύση της κοινωνίας προσώπων. Και για να μην παρεξηγηθώ, διαβάζοντας την λέξη ῾῾παρθενία᾽᾽ φέρω κατά νου το όλον της παρθενίας, σώματος και ψυχής.

Επιπλέον: ποιά είναι, πράγματι, η διαφορά μοναχού και λαϊκού; Είναι μόνον, και απλώς, η χρήση ή μη χρήση της φύσεως κατά ορισμένο τρόπο; Και αν κάτι τέτοιο ίσχυε, τότε, πώς θα έπρεπε να κατανοήσουμε το ότι ῾῾μοναχός ἐστι ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πάσι συνηρμοσμένος᾽᾽; Μήπως, παραδείγματος χάριν, ο ορισμός αυτός δεν αφορά και αυτήν ακριβώς την πρόκληση που αντιμετωπίζει, στο δικό του μέτρο, ο γονιός που καλείται να ισορροπήσει κατά την αναχώρηση των παιδιών του; Ή, μήπως, για να πάω πολύ νωρίτερα, δεν είναι αυτός ο κατεξοχήν θεμελιώδης, αξιωματικός τρόπος της ανιδιοτελούς αγάπης στον οποίο καλούνται οι σύζυγοι να αγωνιστούν και να διαπρέψουν, χωριζόμενοι όχι τόπω από τον άλλον αλλά τρόπω από την ανάγκη χρήσης του άλλου;

Επί του πρακτικότερου πεδίου: Αν, ας υποθέσουμε, υπάρχει κάποιου είδους ανάγκη για σαφή ῾῾κατανομή συμβουλευτικών αρμοδιοτήτων βάσει καταλληλότητας᾽᾽, βάσει τύπου βίου (εγγάμου ή μοναστικού), τότε έχω την εξής πολύ απλή απορία. Πώς θα δικαιολογήσουμε την απειρία πλήθους ευεργετικών λόγων, συμβουλών, προτροπών για τη δημιουργία, σύσταση, διαφύλαξη και άνθιση οικογενειών που -ας μην πάμε πολύ μακριά- σύγχρονοι Όσιοι (άγαμοι), της εποχής μας, έδωσαν κατ᾽ ιδίαν μεν σε συνανθρώπους μας, εν δήμω δε διαμέσου της αγιοκατάταξής τους και της γνωστοποίησης σε όλους του βίου και των λόγων τους; Αλλά, και πόσοι άλλοι Άγιοι (έγγαμοι) δεν καθίστανται καθημερινά υπόδειγμα μοναχικού βίου για τους αγάμους, μοναχούς ή/και λαϊκούς; Τα ονόματα είναι πολλά. Ενδεικτικά, όλοι τους γνωρίζουμε: Άγιοι Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος, Αρχιεπίσκοπος Λουκάς…

Κάτι τελευταίο. Για τα Συνέδρια. Κάποτε κάποιος είπε ότι στα συνέδρια κρύπτεται καλά το Αληθές. Νομίζω ότι, αν, πέραν της γενίκευσης, η πρόταση έχει αλήθεια, αυτή συνοψίζεται, έχω την αίσθηση, στο ότι τα Θαυμάσια, όπως ακριβώς ῾η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί᾽ κατά τον Ηράκλειτο, ενεργούνται κυρίως εν κρυπτώ. Και άρα, ασφαλώς θα μού φαινόταν κι εμένα περίεργο, αν όχι απογοητευτικό, αν υπήρχαν μοναχοί που θα προσέβλεπαν στη συμμετοχή τους σε κάποιο Μοναστικό συνέδριο, ώστε να μάθουν για τα περί του βίου τους από κάποιον έγγαμο. Είμαι, ωστόσο, απολύτως βέβαιος, ότι υπάρχουν πολλοί μοναχοί, στο Άγιο Όρος και σε άλλους τόπους, που όχι μόνον ῾μαθαίνουν᾽ για τις δυσκολίες του εγγάμου βίου, αλλά και μαθαίνουν από αυτές.

Αυτά που γράφω ανωτέρω, τελούν, ασφαλώς, υπό δύο αιρέσεις: α) μέχρις ότου βρεθεί κάποιος να μας διαβεβαιώσει ποιά εκκοπή θελήματος είναι πιο επώδυνη: αυτή που προκαλείται από τον Γέροντα ή από τον/την/τα σύζυγο/παιδιά, και β) το ότι όλοι, άπαντες, έχουμε επίγνωση ότι ο δρόμος μας είναι η αγιότητα…


* Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο romfea.gr.

Sketchy thoughts on Good and Evil (part I)

Quite a time ago a friend had asked me to write to him about how do I define Good and Evil, and what do they mean to me. I had pondered on the issue and provided him an answer, which I reproduce here without modifications; it might be of some interest. Not much has changed in my views, I believe.

My friend, thank you for your question. I shall start by providing you with the original Greek terms for Good and Evil. Secondly, I shall give you a rough outline of the grounds Good and Evil are established on in the Greek philosophical tradition and thought, both pagan and Christian. Then, I will write about some fundamental distinctions that will allow you to understand what I am about to claim, namely that:

a. The Good is ontologically identical with: love, beauty, goodness, truth, wisdom, unity, being, life, peace, freedom. On the moral level, you can add all the derivatives of the above, plus, for instance, benevolence, stillness, unselfishness, etc. This has become partly clear by the Greeks 2-3 thousand years ago, but the experiential understanding of it culminated in its theoretical constructions ca. 1500 years ago.

b. Evil is ontologically validated as a paradox reality. For it is about: lack, privation, chaos, destruction, deprivation of substance and form, in fact, Evil is about non-being, and It is non-being itself. But it is not non-being in a way exceeding being, but in a way of absolute nothingness. Could you imagine that? I admit, I have difficulties in imagining it. For, we are beings and as such our relation with corruption is only accidental, partial and never complete. Obviously, we will never reach that state of “non-state”, and even if we did, it wouldn’t allow us to know anything about it. For knowledge is only knowledge of something, and a ‘something’ is already a being! The best the human mind can do, is to depict Evil in ontologically positive ways. All I mean is that the worst version of Evil the human mind can think of, with or without speculation, is an evil ‘entity’, yet a being.

But let’s move on.

I.

A. For the word Good the Greek word options are: 1. ἀγαθός; grammatically masculine genre (Greek has three concrete identifications of nouns, reflected almost always in the suffix of the words: masculine, feminine, neutral). Used both as adjective and noun, the term is extensively used in the literature, since its origins with Homer, to predicate both God, a good man and/or an animal. 2. ἀγαθό(ν); grammatically neutral, predicating material and immaterial things. When predicating immaterial ‘matters’ it serves as adjective, whereas in predicating material goods is holding a noun’s value.

B. For the word Evil the Greek term is: κακό(ν); it is grammatically neutral, and this makes already a point about the understanding of Evil. (There is, similarly to the above, a broadly used masculine word (κακός), but it is always serving as adjective, and thus we don’t need to expand over this since the scope of your question is rather metaphysical than moral. You may see in the Greek literature, Christian – non-Christian, Ancient, Medieval and Modern, pagan and non-pagan, that evil(s) is always rendered either in the singular κακόν, or in the plural κακά.

II.

Greek philosophy, whether in antiquity, late antiquity, early christian times, Byzantium, or the modern times, has always clearly distinguished between Metaphysics / Ontology, Epistemology, and Ethics. But never, among the Greeks these directions become segregated and split from each other: a radical distinction between Metaphysics and Ethics started within western Medieval thought and now, of course, these fields have become so remote from each other as the earth is remoted from the sun. For the Greeks the discussion on the first principles of the Cosmos, the origin and the nature of beings, the constitution and the function of human knowledge, as well as the proper way of living, have always been unified and united, so that morality was a natural outcome of wisdom. This is a very very sketchy outline which can help you to place a discussion on Good and Evil, within Greek civilisation and tradition of thought, whether pagan or Christian. Moreover, one might bear in mind that the Greeks have never been living without religion, namely without reference to the Source of everything. The very constitution of Greek thought posits the fundamental questions and attempts to provide with answers that explicate and rationally advance the mythical outcomes, which, again, are full of religious consciousness. It might be interesting, for you, by the way, to have a suggestion on the origin of the term θρησκεία (religion). Θρησκεία, has been suggested, relates etymologically to terms such as, θρώσκω (to see, to look at; interesting, by the way, that man in Greek is rendered as ἄνθρωπος {compound word, consisted of the preposition ἄνω (up) + θρωπος {he who sees}), θεωρῶ, θωρῶ (to envisage, to have a vision), θεωρία (theory), and much more.

III.

At a certain point, man opened up for a transition from mythical to philosophical thought. One should think of this transition not exclusively on historical terms (namely: it happened once and for ever) but as a constant development the human mind is under even now. You can see, for instance, both on the level of beliefs and traditions of many tribes and on the level of practice in many societies, that there are still thousands of mythical elements that regulate people’s way of being. The Greeks quite early conceived of deity, of divinity, in personal terms (although the Presocratics had thought of the natural elements as principles), and they were very conscious about God’s existence. A divinity that could be contacted in many ways, that could even be influenced by humans in a quite flexible manner; here are hundred thousands of people who suffer being dominated, if not tortured, by concepts of entities of divinity that impose limitations, restrictions, legal relations and many other annoying determinations and prohibitions in the relation of the divine and he human.

That is why I said above that the passage from myth to reason, is still in process. However, I don’t mean that rationality should be praised as divinity. I am only referring to the possibility of encountering with a Good God who is real being, beyond imaginatory perceptions, or blind conduct by sectes of people who claim infallibility or any of the other many tortures of human life and history. So, in this transition, from myth to logos, from mythical thought to philosophical thought, man discovered some fundamental distinctions applying to the cosmos, the metaphysical reality and the way the human being is able to know. Plato recapitulated and advanced these distinctions further, and Aristotle led them to new directions. I list some of the most central of them here, as being relevant to our discussion:

i. Similarity – Dissimilarity

ii. Sameness – Otherness

iii. Identity – Difference

iv. Union – Division

v. Unity – Multiplicity

vi. General – Particular

vii. Form – Matter

viii. God – Man

ix. Cosmos – Chaos

x. Intelligible – Sensible

xi. Being – Non-being

xii. Freedom – Necessity

xiii. Good – Evil

(The list is certainly not perfect; one may add several more distinctions, such as potentiality-actuality, cause-effect, etc, but I shall abstain from entering into such a digression now).

All these above distinctions refer and apply to an ontology of the eternity, as I would call it. Roughly speaking, in the Greek thought prior to Christianity the understanding of the cosmos is that it is eternal. A potential consequence with respect to our topic is, that good and evil are also eternal powers. This has become clear already by Heraclitus, the Milesian wiseman, who had remarked that “War is the Father of all”. In this view, Evil is not something necessarily bad: it facilitates life and development. Indeed, what would be the point of qualifying evil in a world ruled by necessity? The any ‘bad’ that happens is at the same time good in the sense that one can neither reject it nor avoid it. But, if this is so, why then Evil is such a bad thing that we have to call it so, and to contrast it to the Good?

Well, there might be some good reasons for that. For the sake of methodological convenience, I would like us to agree that the best manner of identifying evil is the referential one to the good. So that, if we have to name such a thing as evil, it should be that which is lacking all what constitutes the good. Don’t you, really, think this would be the only appropriate way to reach a real notion of Evil, as an Evil perfectly contrasting the Good? And, then, our understanding about Good and Evil would make good sense? This dialectics could be followed further, but I shall not do it now. What I shall do though, is to give you some inputs that you can find implicit in Plato, because he only intuitively sensed them, and he did not endorse them in an explicit manner. So, here are, in addition to the above distinctions, a couple more; 

i. Eternity – Time (Plato deals with this, though, in the Timaeus dialogue, but the setting here now is different: for Plato time is the moving image of eternity).

ii. Created – Uncreated.

I should like to stay a bit on the second distinction that will also illuminate the first. This distinction is about a novelty that is introduced in the human thinking by the Greek Church Fathers, competent thinkers who addressed Greek thought by means of Christianity. Their thought consists of a combination of theological experience of the truths found in the Old and the New Testament and the reasoning of philosophical thinking. The substantial difference, the novelty in their mind is, that the world is not regarded as eternal. It has a beginning. This beginning is an entrance into being made by, or caused by, the not-being (note here the distinction between not-being I use now and non-being I used earlier about Evil: not-being is referring to ‘exceeding being’, that is being in all its fullfilment and even furthermore. It is beyond the area of what Plato had sensed as ‘beyond being’ (ἐπέκεινα τῆς οὐσίας), whereas Evil is non-being since it is lacking even this it).

Now, roughly, again, the only eternal – conventionally speaking since our language and mind cannot conceive of it – is God’s being. God himself is that eternally being, and that completely being, so that if you decide to call a human or an animal, or even a plant or a stone being, then God should be called not being. In such a world created out of absolute nothing and without any necessity, not even the necessity for God to prove his omnipotence, as St. Augustine beautifully asserts in his Commentary to the book of Genesis, the only reason explaining being and creation-hood, is divine love. It is God himself who decides, we don’t know why and how, to proceed to the production of everything, of all, out of nothing. And since God is the perfect being, carrying on the perfections of the predications of Good I wrote you at the beginning of this answer, what he creates is being and nothing less.

But if this is so, how then does Evil enter into the picture? Is God creating Evil? If yes, how would it be possible, since we know that from the similar comes a similar? A man, for instance, cannot give birth to an apple. This is of course, a simple example, because in God all multiplications are united, as the water in the source before started watering several farms. And, if not, then, how does Evil exist? Was not God omnipotent enough, so to speak, as to not allow the emergence of Evil? So what is Evil? And where does it locate? And why does it exist? These are both difficult and easy questions. A way to conceive of this mystery, is to affirm that God is creating freely. As such, God’s creations have been inherited with the gift of freedom. But freedom is not only about the very gift, but also its use. The latter, its use, is something that God does not wish to determine, or prohibit. Any determination would annihilate immediately the very reality of freedom. And where does freedom abides? Certainly, in the human will. There are many intermediary states that I omit here, and I have to, before reaching the conclusion that, it is the free will, the freedom of will, the human being disposes that is crucial in the decision to be made of either communicating God and thus share in divine love, or to contrast and oppose the source and instead raise a fake, falsely, source of everything, that is ourselves. The first option is an affirmation to goodness. The second is the revelation of evil.

P.S. You may object that while my answer claimed to remain within metaphysics it ended up within moral considerations. Yet, you would be right. For there exists no ontological evil. These sketchy mixed thoughts aimed to tell you that the reality of evil is a paradox. For evil is not…

Platonism and Christian Thought in Late Antiquity

A very interesting anthology I am currently working on together with excellent co-editors, is about to be released by Routledge, in June 2019. The idea for such edition was conceived in the aftermath of the International Workshop in Oslo on the Philosophy of Late Antiquity, that was held at the Department of Philosophy in the University of Oslo, in December 2016. The volume Platonism and Christian Thought in Late Antiquity contains 15 essays and an Introductory chapter that cover topics on the interface between Platonism and Christian thought in this period. The authors, who are scholars from several disciplines, contribute on topics distributed in 4 parts:

I. Methodologies

Sébastian Morlet, on The Agreement of Christianity and Platonic Philosophy from Justin Martyr to Eusebius

Christina Hoenig, on Augustine and the “Prophecy” of Plato, Tim. 29c3

Christine Hecht, on Porphyry’s Daemons as a Threat for the Christians

II. Cosmology

Enrico Moro, on Patristic Reflections on Formless Matter

Eyjólfur Kjalar Emilsson, on Plotinus’ Doctrine of Badness as Matter in Ennead I.8. [51]

Torstein Theodor Tollefsen, on Proclus, Philoponus, and Maximus: The Paradigm of the World and Temporal Beginning

III. Metaphysics

Lars Fredrik Janby, on Christ and Pythagoras: Augustine’s Early Philosophy of Number

Daniel J. Tolan, on The Impact of Ὁμοούσιον on the Divine Ideas

Panagiotis G. Pavlos, on Theurgy in Dionysius the Areopagite

Dimitrios A. Vasilakis, On the Meaning of Hierarchy in Dionysius the Areopagite

Sebastian Mateiescu, on The Doctrine of Immanent Realism in Maximus the Confessor

Jordan Daniel Wood, on That and How Perichōresis Differs from Participation: The Case of Maximus the Confessor

IV. Ethics

Emma Brown Dewhurst, on Apophaticism in the Search for Knowledge: Love as a Key Difference in Neoplatonic and Christian Epistemology

Adrian Pirtea, on The Origin of Passions in Neoplatonic and Early Christian Thought: Porphyry of Tyre and Evagrius Ponticus

Tomas Ekenberg, on Augustine on Eudaimonia as Life Project and Object of Desire

The book is part of the Routledge Studies in the Philosophy and Theology in Late Antiquity, directed by Mark Edwards and Lewis Ayres.

Check it out:

https://www.routledge.com/Platonism-and-Christian-Thought-in-Late-Antiquity/Pavlos-Janby-Emilsson-Tollefsen/p/book/9781138340954